Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Στην επί των ημερών μας αλματωδώς εξαπλούμενη κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αντιρρητική και πολεμική αρθρογραφίαπαντοίου είδους ζηλωτών και ακραίων συντηρητικών Ιεραρχών, Πρεσβυτέρων, Θεολόγων, αλλά και Θεολογούντων λαϊκών, γίνεται ευρύτατη χρήση ποικίλων απαξιωτικών εκφράσεων, προκειμένου όπως αμφισβητηθεί η Εκκλησιακή υπόσταση της Πρεσβυτέρας Ρώμης και η εγκυρότητα της Αποστολικής διαδοχής του Προκαθημένου της. «Θρησκευτική παρασυναγωγή», «κοσμικό μόρφωμα», «Παπικό Κράτος», είναι μερικοί από τους κατά της Ρώμης εξακοντιζόμενους χαρακτηρισμούς. Όσο για τον Επίσκοπό της, αυτός τυγχάνει «αιρεσιάρχης», «σφετεριστής του Θρόνου της Παλαιάς Ρώμης», «πεπτωκώς Επίσκοπος Ρώμης», «κάλπικος κληρονόμος του Πέτρου», ή ακόμη και «πρόδρομος του Αντιχρίστου». (Οι εκφράσεις αυτές είναι ερανισμένες από πρόσφατες Επισκοπικές Εγκυκλίους, από κηρύγματα και ομιλίες, από επιστολές σε ΜΜΕ και από άρθρα και σχόλια στο Διαδίκτυο).
Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι απόρροια μιας ευρέως διαδεδομένης αντιλήψεως ουκ ολίγων Εκκλησιαστικών και Ακαδημαϊκών παραγόντων, σύμφωνα με την οποία, μετά το Σχίσμα του 1054 η Παλαιά Ρώμη εξέπεσε του θεσμού της Πενταρχίας, ότι ευρίσκεται εστερημένη χάριτος, ότι είναι άκυρα τα Μυστήριά της, ως εκ τούτου δε τυγχάνουν «αχειροτόνητοι» οι κληρικοί και «αβάπτιστοι» οι πιστοί της, και συνεπώς, απάδει να την θεωρούν οι Ορθόδοξοι ως Εκκλησία, μάλιστα δε ως «αδελφή Εκκλησία».
Ωστόσο, η ιστορία αποδεικνύει ότι σχεδόν τέσσερεις αιώνες μετά το Σχίσμα, αλλά και 560 χρόνια μετά την εν Κωνσταντινουπόλει, επί Ιερού Φωτίου συνελθούσα Σύνοδο το 879, όπως και 88 έτη μετά την, επίσης εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσα, Σύνοδο του 1351, οι οποίες είχαν απερίφραστα καταδικάσει τις Θεολογικές και Εκκλησιολογικές καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας, ο κατ΄εξοχήν αμύντωρ της Ορθοδοξίας και ανυποχώρητος ανθενωτικός «Επίσκοπος της εν Εφέσω των πιστών παροικίας» Μάρκος ο Ευγενικός, όχι μόνο αναγνώριζε την κανονική Αρχιερατική ιδιότητα του Επισκόπου Ρώμης, αποκαλώντας αυτόν «Μακαριώτατον Πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης», αλλά και δεν δίσταζε να αποκαλεί την Εκκλησία της οποίας αυτός προΐστατο, «αδελφή Εκκλησία».Επί του προκειμένου, εύγλωττη, σαφής και απερίφραστη είναι η προσλαλιά του κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου τής Φερράρας/Φλωρεντίας (1438-1439). (Βλ. Graffin-Nau, Patrologia Orientalis. T. 17, 336-341, Πρβλ. και Cr. Chivu, (επ.), Ο Αγιος Μάρκος ο Ευγενικός-Τα Ευρισκόμενα Άπαντα, τ. Α΄, Editura Pateres 2009, σελ. 196-208).
Απευθυνόμενος στον Πάπα Ευγένιο Δ΄, «τον των ιερέων (του Θεού) πρωτεύοντα» όπως τον χαρακτήριζε, ο Εφέσου Μάρκος εξέφραζε ανεκλάλητη χαρά διότι «τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και διερρηγμένα, προς αλλήλων επείγονται ένωσιν». Και τούτο, διότι «ου γαρ ανέχεται η κεφαλή, Χριστός ο Θεός, εφιστάναι διηρημένω τω σώματι». (Ακουέτωσαν οι στιγματίζοντες σήμερα πολλούς Ιεράρχες και καθηγητές, κατηγορώντας τους επί αιρέσει, όταν αυτοί κάμουν λόγο περί «διηρημένης Εκκλησίας»). Και προσέθετε ο νουνεχής αυτός Ιεράρχης, «δεύρο δη ουν, αγιώτατε πάτερ, υπόδεξαι τα σα τέκνα μακρόθεν εξ ανατολών ήκοντα˙ περίπτυξαι τους εκ μακρού διεστώτας του χρόνου, προς τας σας καταφυγόντας αγκάλας....Μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνωμεν αλλήλους καί κατεσθίωμεν, έως αν υπ΄αλλήλων αναλωθώμεν και υπό των έξωθεν εχθρών εις το μηκέτι είναι χωρήσωμεν;»
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ