Του θεολόγου Γιώργου Βλαντή
Εδώ και πολλά χρόνια, ήδη πριν από τη διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι δημοφιλής (και) στο χώρο της Ορθοδοξίας ένας αναθεωρητισμός της πομφόλυγας. Πρόκειται γιααπόπειρες άρθρωσης του χριστιανικού μηνύματος κατά τρόπο, υποτίθεται, αντισυμβατικό.Οι προηγούμενοι φορείς του μηνύματος αυτού λογίζονται ως ανίκανοι να αντιληφθούν την ουσία του, εγκλωβισμένοι σε λογιών συμβατικότητες και άγονα σχήματα.
Αναλύοντας, βέβαια, λογικά και θεολογικά τις δημοφιλείς φωτοβολίδειες συμβολές, διαπιστώνει κανείς ότι στην καλύτερη περίπτωση αναδιατυπώνουν κακόγουστα αυτονόητες θέσεις μιας μακραίωνης εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Στη χειρότερη απομακρύνονται από αυτήν ουσιαστικά, ισχυριζόμενοι όμως ότι την επιβεβαιώνουν, ρίχνουν δηλαδή στάχτη στα μάτια του κοινού τους.
Αν κάτι σίγουρα λείπει από αυτές τις θέσεις είναι η αρχοντική αυστηρότητα, η δωρικότητα του καθαρού λόγου.Κοινότοπα και φλύαρα διατυπωμένες, οι απόψεις αυτές χαϊδεύουν αδυναμίες και ελαττώματα, υμνούν την ευκολία, σκορπούν μια χοροπηδηχτή αισιοδοξία, η οποία δεν έχει τίποτε από τη σοβαρότητα της ασκητικής, της παραίτησης, της πειθαρχίας, της θυσίας, του Σταυρού. Όλα πρέπει να είναι εύκολα και ευχάριστα. Χαρωπά. Παράγουν τόσες εκπυρσοκροτήσεις αυτές οι απόψεις, ώστε τυφλώνεσαι. Και, κυρίως, δεν σκέφτεσαι. Με κάθε πομφόλυγα παίρνεις και μια μικρή ανακουφιστική παράταση διανοητικής οκνηρίας, μέχρι που κάποιος να φωνάξει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, κάτι που προκαλεί όμως θυμό, οργή. Είναι εντυπωσιακό πόσο μίσος κρύβουν μέσα τους οι πολύ χαρωπά θρησκευόμενοι, μόλις θίξεις τα τοτέμ τους,είτε φεϊσμπουκικοί αρχιμανδρίτες είναι αυτοί είτε ψευτογέροντες «παραδοσιακότεροι».
Αντίστοιχα φαινόμενα υπάρχουν σήμερα και σε άλλες παραδόσεις του χριστιανισμού και γενικά στο χώρο των θρησκειών. Νομίζω όμως ότι στην Ορθοδοξία αντιμετωπίζουμε μια κρίση σκέψης και γλώσσας, η οποία εν πολλοίς ανάγεται στις ιστορικές μας ιδιαιτερότητες, με πρώτη την έγνοια για τους κούφιους τύπους και την αδύναμη σχέση με τη νεοτερικότητα. Τα πράγματα αυτά δημιουργούν κενά που κάποιος πρέπει να τα γεμίσει. Υπάρχει ένα πρόβλημα παιδείας, το οποίο αφήνει τη μωρία της ατάκας όχι απλώς να ευδοκιμεί, αλλά να θησαυρίζει, ανεξάρτητα από τους ερχόμενους και παρερχόμενους εκφραστές της.