H αγιότητα του ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ και οι σημερινοί της πολέμιοι (άλλως: σύγχρονης αγιομαχίας το θλιβερόν ανάγνωσμα)
Του θεολόγου - φιλολόγουΚώστα Νούση
Πολλές φορές παίρνω την απόφαση να συγκρατούμαι, αλλά δεν τα καταφέρνω. Οι επανειλημμένες προτροπές του φιλόξενου ιστολόγου για ουσιώδη λακωνικότητα δεν εισακούονται, παρά την προς τούτο θέλησή μου. Τον παρακαλώ εν προκειμένω και πάλι, για πολλοστή τωόντι φορά – με τη δέσμευση της μη υποτροπής – να κάμει μια ακόμα οικονομική συγκατάβαση ως προς τη φιλοξενία ενός ακόμη εκτενούς κειμένου μου, διότι υπάρχουν και προκύπτουν ζητήματα που τίθενται εκτός προγραμματισμού και ελέγχου. Εννοώ πιο συγκεκριμένα ότι το ποτήρι της αγανάκτησης ξεχείλισε βλέποντας τους σύγχρονους Νεομάρτυρες της Μ. Ασίας και του Πόντου να αμφισβητούνται και να χλευάζονται ως αιρετικοί και κοινοί αμαρτωλοί από μια μικρή μερίδα σύγχρονων αγιομάχων, τουτέστιν θεομάχων, οι οποίοι, θλιβεροί στην αφροσύνη τους, έχουν υπεξαιρέσει το «συνοδικό αλάθητο» και το απέδωσαν αναποδείκτως, αυθαιρέτως και αθέσμως εις εαυτούς.
Γινόμαστε, λοιπόν, θεατές χρόνια τώρα, ιδία δε στις μέρες της μνήμης των Μαρτύρων της Μικρασιατικής Καταστροφής, μιας τραγικής μερίδας σύγχρονων εκκλησιομάχων και αγιομάχων, οι οποίοι δυστυχέστατα δεν προέρχονται από τον χώρο της αθεΐας, αλλά από τα σπλάγχνα της ίδιας της Εκκλησίας. Θα λέγαμε πως ήταν αναμενόμενο, φυσικό και πνευματικά επόμενο οι άνθρωποι αυτοί, που επέτρεψε ο Θεός να υποπέσουν στο αμάρτημα (αίρεση και σχίσμα) της σύγχρονης εκκλησιομαχίας, να διολισθήσουν και στο συνώνυμο της αντίστοιχης αγιομαχίας. O πρώτος λόγος γραφής του παρόντος είναι η ιερή αγανάκτηση από την αμετροέπεια και ασυδοσία σε άνομες κρίσεις ατόμωνπου εν γνώσει ή αγνοία βλασφημούν τον Θεό και την Εκκλησία του (δια των Αγίων του εν προκειμένω). Το κακό παράγινε και κάποια στιγμή θα πρέπει να απαντηθούν κάπως οι ακατονόμαστες τούτες θέσεις, έστω και επιτροχάδην. Και ο δεύτερος λόγος που με ώθησε να γράψω το παρόν είναι, πέρα από την εξοργιστική, ασταμάτητη και απρόκλητη αγιομαχία τους, και η μεγάλη απογοήτευσή μου από ένα τελευταίο κείμενο (σύνοψη των θέσεων του σχετικού δικού του βιβλίου) του π. Ευθυμίου και το ποιόν της επιχειρηματολογίας του.
Όπως αναφέραμεστο πρόσφατο άρθρο μας περί αιρέσεως,αφού η αίρεση ως βίωμα προηγείται, στη συνέχεια καταχωρείται και σε θεωρητικό επίπεδο και προσπαθεί να κατοχυρωθεί με συγκεκριμένο ιδεολογικό μανδύα και να οχυρωθεί πίσω από ιδεοληπτικά, εξάπαντος, τεκμήρια. Τα θύματα εκάστης αίρεσης οριοθετούν τη σχισματική τους πνευματικότητα και συντηρούν την αιρετική τους αγωνιστικότητα με ψευτοευρέσεις και εφευρέσεις πλανών και προδοσιών πίστεως ή ερμηνευτικά τραβήγματα, τις οποίες βαπτίζουν αιρετικά φρονήματα (κατά την αντιστροφή των πραγμάτων, έργο εξάπαντος των δαιμόνων, κάτι που συντελείται πρώτιστα μέσα στους ιδίους) και τους φορείς τους ομωνύμως. Στην προκειμένη περίπτωση θύμα έπεσε ο άγιος ιερομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης και οι συν αυτώ, οι οποίοι κατ’ αυτούς είναι μασόνοι, σκέτα πατριδολάτρες,κοινοί φονιάδες και βιαστές και άλλων κατηγοριών ένοχοι, σε αντίθεση πάντοτε με αυτούς τους ίδιους, τους σημερινούς υπερορθόδοξους, τους «καθαρούς», τους διωχθέντες δια την πίστιν…
Είναι χαρακτηριστικό πως ο εν λόγω ιερομόναχος, σε διαπάλη με την οχλούσα αυτόν συνείδησή του, προσπαθεί να θεραπεύσει τις εκκλησιολογικές του αταξίες με λάθος τρόπο, ως έδειξε η εκζήτηση της ευλογίας των ιεροπραξιών του υπό της αρχιερατικής εξουσίας ενός επίσης επισήμως καθηρημένου Σέρβου Επισκόπου, του πρ. Ράσκας π. Αρτεμίου (βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ). Ακούγοντας κάποιος στο εν λόγω «συλλείτουργο» τον π. Ευθύμιο ομιλούντα και παρακολουθώντας διαχρονικά τα γραπτά του, τού γεννάται φυσικώς και αβιάστως η εντύπωση πως εδώ υπάρχει μια σαφής και ξεκάθαρη υπονόμευση και εν συνεχεία υποκατάσταση της (εν Ελλάδι και παγκοσμίου) Ορθόδοξης Ιεραρχίας από ένα άτομο,η υπέρβαση μιας «αιρετικής και πλανεμένης» Συνόδου, η οποία τάχα πλέον δεν έχει τη Χάρη του Θεού και μαζί με αυτήν και όλοι εμείς που είμεθα στη δικαιοδοσία της, ενώ ταυτόχρονα η Εκκλησία εντοπίζεται και συνεχίζεται στους πιστούς της «Εκκλησίας των Κατακομβών» (Ράσκας, Τρικαμηνάς και οι συν αυτοίς κληρικοί τε και λαϊκοί). Η αίρεση της αποτείχισης (όπως θα την ονόμαζα, καθώς και αποτειχίζοντες τους οπαδούς της) τωόντι σε όλο της το πραγματικό και απροκάλυπτο μεγαλείο… Το αλάθητο, όμως, εσωτερικό δικαστήριο κρίνει αμείλικτα και δηλοί πολύ περισσότερα από όσα θέλουμε να κρύψουμε από τον εαυτό μας και τους άλλους.
Δεν μπορώ όμως να μη σχολιάσω και την περίεργη έκπληξη και αλγεινή εντύπωση που μού προκάλεσε το γραφείο αιρέσεων της Μητρόπολης Πειραιώς με την πρόσκληση συμμετοχής σε συνέδριο στον π. Ευθύμιο. Είναι μια προφανής υπέρβαση της εκκλησιαστικής κανονικότητας, εκτός και πρόκειται για συνέδριο που δεν πραγματοποιείται υπό την επίσημη αιγίδα της Μητρόπολης. Διότι με τον τρόπο αυτό, έστω και υπόρρητα και πλαγίως υποστασιάζεται εκκλησιαστικά και αναγνωρίζεται αμυδρά η (επισήμως και συνοδικώς καταδικασμένη) εν λόγω παρασυναγωγή.Να το πω πιο απλά: τι θα μπορούσε να συνεισφέρει σε ένα εκκλησιολογικό ειδικότερα συνέδριο ένας καθηρημένος κληρικός, που σαρκώνει στον εαυτό του το ίδιο ακριβώς πρόβλημα με το υπό εξέτασιν θέμα της ημερίδας; Δεν ξέρω πόσο ακριβώς ρεύμα αποτείχισης από το νέο εορτολόγιο αντιπροσωπεύεται τελικά στην κίνηση αυτή, αλλά επειδή έχω δει να επηρεάζονται και άνθρωποι που μέχρι πρότινος κατέτασσα στους εχέφρονες και έχοντες υγιή πνευματικότητα, δεν μπορώ να σιωπήσω, μάλλον δεν πρέπει να κωφεύσει άλλο η Εκκλησία και η θεολογία της.
Ας δούμε όμως το κείμενό του κάπως πιο λεπτομερώς. Ο π. Ευθύμιος ξεκινά την «αγιολογική του μελέτη»» με έναν μονομερή υπερτονισμό της χάρης των θαυμάτων, ειδικά των μεταθανατίων, ως κριτηρίου αγιοκατάταξης υπό της Εκκλησίας. Γεννιέται εδώ το πρώτο ερώτημα: γιατί τότε δεν ακολουθεί την εκκλησιολογική στάση και διδασκαλία των σύγχρονων ηγιασμένων πολυάριθμων Πατέρων, στους οποίους έχουμε απειράριθμες σχετικές επικυρώσεις της αγιότητός τους υπό του Κυρίου και προθανατίως και μετά την εκδημία τους; Να αλλάξω κάπως την ερώτηση: για ποιον λόγο αυτή η δια της παρατεταμένης εσκεμμένης κώφευσης και αφθεγξίας περί των αγίων αυτών πρόκριση της δικής του εκκλησιολογικής στάσης; Νομίζω πέφτει στο ίδιο «φάουλ» που ο ίδιος αποδίδει στη Σύνοδο με τη φράση του «ὥστε νά ἀποφεύγουν παρορμήσεις ἤ συναισθηματισμούς προσωπικούς, δημιουργώντας ἔτσι κατά τό δοκοῦν ἁγίους». Προφανώς είμαστε ενώπιον μιας κατά το δοκούν ορθόδοξης εκκλησιολογίας από την πλευρά του.
Γράφει: «Ἔτσι λοιπόν ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου περί τῆς ἁγιότητος κάποιου ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα καί ἐπισφράγισμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ». Αν και αυτό δεν είναι ορθό εκατό τα εκατό, πράγμα που και ο ίδιος σε άλλο σημείο διορθώνει κάπως προσθέτοντας τη συνείδηση του λαού, πάλι προκύπτει η απορία τι γίνεται με τις περιπτώσεις στις οποίες έχουμε ελάχιστα ή και παντελή απουσία θαυμαστών σημείων. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στο νέφος των μαρτύρων, αλλά και σε άλλες αγιολογικές περιπτώσεις, όπως π.χ. των αγίων Νικολάου Πλανά και Νικοδήμου Αγιορείτου. Και έρχεται έπειτα στον «αγαπημένο» του Χρυσόστομο: «Δέν ὑπῆρξε δηλαδή οὔτε εἴδαμε κάπου τήν ἀνάπαυσι καί εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ, ὅσον ἀφορᾶ στόν Χρυσόστομο. Ὁ οὐρανός ἦταν σιωπηλός καί μολυβένιος, οὔτε ἕνα θαῦμα, οὔτε κάτι τό ὑπερφυσικό, οὔτε τήν ἔκδηλη παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Ἀκόμη καί μετά θάνατο συναντᾶται ἡ ἴδια ἀπουσία τῆς χάριτος ἐπί ὀγδόντα χρόνια». Πρόκειται για έναν αυθαίρετο ισχυρισμό, μια ψευδή αφοριστική κρίση και προκαταληπτικώς αρνητική της ημετέρας αποδοχής της αγιότητας του ανδρός. Προσωπικά και απλώς ενδεικτικά αναφέρω μια ιστορία που άκουσα από αγιορείτη μοναχό για ενύπνια εμφάνιση του αγίου Χρυσοστόμου και ακολουθούσα θαυμαστή θεραπευτική του παρέμβαση. Αλλά το ξανατονίζω: τα θαύματα έχουν πάντα τη δυνατότητα της αμφισβήτησής τους πάνω στο επίπεδο της σχετικότητας και υποκειμενικότητας των εν λόγω περιπτώσεων και δεν αποτελούν ασφαλές κριτήριο απόρριψης μιας οσιότητος. Στο σημείο αυτό επίσης επιφυλάσσομαι και για την απόδειξη περί της σαφούς πίστης στην αγιότητα του Σμύρνης από έναν σύγχρονο του π. Ευθυμίου αγιασμένο κληρικό της Λάρισας, τον αρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλο (+2008). Αν θυμάμαι καλά, σε βιβλίο του τον καταχωρεί επί λέξει ιερομάρτυρα ή Άγιο. Αλλά αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω με απόλυτη σιγουριά.
Συνεχίζει: «Ἡ συνείδησις πάλι τοῦ λαοῦ ἦταν παγιωμένη, ὅτι ἦτο ἐθνομάρτυρας, ὅτι οἱ Τοῦρκοι τόν ἐφόνευσαν διά τούς πατριωτικούς του ἀγῶνες, ὅτι στό σοβαρό θέμα τῆς ἁγιότητος δέν πρέπει νά συγχέωνται οἱ ἀγῶνες ἕνεκα τῆς φιλοπατρίας μέ αὐτούς διά τήν πίστι, οὔτε τό ἕνα μαρτύριο μέ τό ἄλλο». Ποιος διαχωρίζει εύκολα τον εθνομάρτυρα και τον ιερομάρτυρα στην περίπτωση ενός κληρικού; Και ειδικά ποιος ερμηνεύει ή γνωρίζει επακριβώς τη συνείδηση του λαού;Είναι τόσο βέβαιος ο Ευθύμιος ότι δεν υπήρχαν στον λαό άτομα που τον θεωρούσαν και ιερομάρτυρα; Πέρα απ’ αυτό, όμως, τίθεται εδώ γενικότερα το σοβαρό ζήτημα της αγιοποιήσεως των εθνομαρτύρων. Θα αναφέρω ενδεικτικά κάτι που έλεγε ο χαρισματούχος γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης (+2006) για την περίπτωση του Αθανάσιου Διάκου, ότι δηλαδή ήταν μεγάλος Άγιος, αλλά δεν πρόκειται επίσημα να αγιοποιηθεί (σ.σ. το ρήμα χρησιμοποιείται συμβατικά σε όλο το κείμενό μου). Όσοι μάρτυρες, επίσης, πέθαναν πρόσφατα στη Ρωσία για αντικαθεστωτική δράση με την πρόφαση της ορθόδοξης πίστης, δεν πρέπει να θεωρηθούν μάρτυρες; Ποιος μπορεί να ξεχωρίσει με ακρίβεια τέτοιες καταστάσεις; Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το πρόβλημα των μαρτύρων ήταν περισσότερο η πίστη του Χριστού ή η απόρριψη της (πολιτικού χαρακτήρα) λατρείας του αυτοκράτορα; Πρέπει να αμφισβητήσουμε, λοιπόν, και εκείνων την αγιότητα; Ο στρατιώτης Ευγένιος Ροντιόνωφ (+1996) εκτελέστηκε με απόλυτη βεβαιότητα επειδή δεν αρνήθηκε τον Χριστό; Αν διαβάσει κάποιος τα γεγονότα, θα έχει τις ενστάσεις του. Ωστόσο το παλικάρι αυτό θαυματουργεί και εμφανίζεται στους πιστούς. Να κλείσω τη σύντομη αυτή αναφορά μου στην περίπτωση του αγίου Κηρύκου (συναξάρι 15ης Ιουλίου) και των σφαγιασθέντων νηπίων επί Ηρώδη. Ήξεραν αυτά για ποιον μαρτυρούσαν; Είχαν ανεπτυγμένο νου; Και όμως. Ο Κύριος έτσι τους εξέλαβε και τους προσέλαβε: ως Μάρτυρες Χριστού. Και αυτό τούτο ποιεί και επισφραγίζει εορταστικώς και η Εκκλησία του. Θέλω με λίγα λόγια να πω ότι το μυστήριο της θείας κρίσης είναι πολύ παραπάνω από τις προσληπτικές μας δυνατότητες και η όποια κριτική της, πολλώ δε μάλλον η υποκατάστασή της υφ’ ημών, εύκολα αστοχεί, όπως στην περίπτωση εν προκειμένω των Μικρασιατών Νεομαρτύρων.
«Παντοῦ καί πάντοτε μέχρι τώρα ὁ λαός τόν ὠνόμαζε ἐθνομάρτυρα καί ἐξῆρε τήν μαρτυρική του θυσία γιά τήν πατρίδα, δέν τοῦ ἔφτιαξε εἰκόνες, δέν τοῦ ἔβαλε φωτοστέφανο, δέν τοῦ ἔκτισε ἐκκλησίες, δέν τόν ὕμνησε ὡς ἅγιο. Εἶναι ἀστεῖο νά πάρουμε ὡς καθολική συνείδησι τοῦ λαοῦ κάποιο τροπάριο τό ὁποῖο συνέγραψε κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κοντά του, ὅπως αὐτό τοῦ Λεωνίδα Φιλιππίδη». Ρωτώ με τη σειρά μου: μήπως έφτιαχνε εικόνες ο λαός εκ των προτέρων στον παπα Πλανά ή σε πληθώρα άλλων αγίων που κάποια στιγμή αργότερα αναγνωρίστηκαν; Τα χάρτινα, ωστόσο, αυτά επιχειρήματα, ειδικά για τους ειδήμονες, συνεχίζονται: «Γιά νά τονίσωμε γιά μιά ἀκόμη φορά τήν λατρευτική ἀφοσίωσί του στήν πατρίδα ἄς μεταφέρωμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ Χρ. Σολομωνίδη ἕνα ἀκόμη κομμάτι, μεταφέροντας τά λόγια τοῦ ἰατροῦ καί σπουδαίου λογοτέχνη, Ἀγγέλου Τανάγρα: «..Γιατί ὁ Χρυσόστομος ἔβλεπε παντοῦ καί μόνο σκοπό τῆς ζωῆς του εἶχε τήν πατρίδα. Μόνον τῆν Ἑλλάδα!». Αυτά δηλαδή τα λόγια σημαίνουν αποδεικτικά ότι δεν αγαπούσε λατρευτικά και την Εκκλησία ή μήπως όσα είπε ο Τανάγρας για τον Χρυσόστομο είναι απολύτως σωστά; Έλεος! Τούτα δεν πρέπει να θεωρούνται καν επιχειρήματα. Είναι καθαρά πυροτεχνήματα.
«Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά τονίσωμε ὅτι ἡ συνείδησις τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ διαμορφώνει τήν γνώμη καί τή θέσι καί τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, καί ὄχι ἡ Σύνοδος τή συνείδησι τῶν πιστῶν»: αυτό δεν ισχύει πάντοτε. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που ο λαός ή έχει άγνοια στην περίπτωση ενός αγίου ή είναι ολίγοι οι έχοντες ορθοί γνώμη για το ζήτημα μιας αγιοκατάταξης ή πιο απλά ο λαός μπορεί να είναι διχασμένος. Μου έρχεται στον νου η περίπτωση της αναγραφής στο Μηναίο του Μ. Θεοδοσίου. Δεν νομίζω οι Πατέρες που τον ενέταξαν να είχαν ρωτήσει τον λαό προηγουμένως… Κλείνοντας την αναφορά μας στη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία του π. Ευθυμίου, δεν μπορούμε παρά με έκπληξη να παρακολουθήσουμε την αυθαίρετη συλλογιστική του, η οποία στηρίζεται σε υποθέσεις περί της γενικής απουσίας της πίστης του λαού για την αγιότητά του, λες και ήταν στη σκέψη τους ο π. Ευθύμιος. Οπωσδήποτε δεν στοιχειοθετούν σοβαρό επιχειρηματικό άξονα τέτοιες αναπόδεικτες νοητικές ακροβασίες. Ευτυχώς δεν τον ακολούθησε η Σύνοδος της αγιοκατάταξης του ιερομάρτυρα, η οποία δεν στηρίχτηκε σε ενδείξεις και φήμες, προκειμένου να αναστείλει την αναγνώριση.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να παρενθέσουμε και μια δική μας συλλογιστική, αν και στα «θεωτικά» πράγματα, ως η αγιότητα, αφενός δεν ισχύει και δεν αρκεί η ανθρώπινη λογική και αφετέρου η Εκκλησία εν Συνόδω αποφαίνεται χαρισματικά και δύσκολα ο Παράκλητος επιτρέπει σχετικές αστοχίες (παρά τις προσπάθειες κατά καιρούς κατευθυνόμενων αγιοποιήσεων, όπως π.χ. η πρόσφατη περίπτωση Λέκκα). Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος θα έλεγα ότι, αν και το αίμα του μαρτυρίου δεν συγχωρεί και δεν θεώνει κάποιον, τότε ματαία η σταυρική θυσία του Κυρίου (δίχως να παραβλέπουμε τις ελάχιστες περιπτώσεις μαρτυριών περί του αντιθέτου στις γραπτές πηγές). Το αφήνω όμως για την ώρα και ερωτώ τον π. Ευθύμιο πρώτον γιατί θεώρησε τόσο σημαντικές τις γνώμες και τις μαρτυρίες που «τον βολεύουν» και απέρριψε άλλες αντίθετες, όπως π.χ. περί των συγκινητικών προθανάτιων ποιμαντικών λόγων του Σμύρνης και της εν γένει γνήσιας αρχιερατικής θυσιαστικής στάσης του υπέρ του ποιμνίου και της αντίστοιχης προφητικής του αποστροφής στον προκάτοχό του άγιο Πολύκαρπο, του οποίου το μαρτύριο προείδε να μιμείται μετ’ ολίγον. Φυσικά, όλα αυτά στηρίζονται και σε γραπτές μαρτυρίες. Δεν είδα, ωστόσο, τον αμφισβητία του Αγίου να τις προσέχει ιδιαιτέρως. Και η δεύτερη ερώτηση είναι μια πιο δαιδαλώδης, βάσιμη όμως συλλογιστική διαδικασία: πώς θα μπορούσε η Σύνοδος με υποτιθέμενες και αβάσιμες ενδείξεις και εγκλήσεις περί μασονίας και οικουμενισμού να απορρίψει έναν Ιεράρχη, που ούτε εν ζωή δεν καθηρέθη για όλα τούτα; Θα έπρεπε, λοιπόν, αντί να τον αγιοποιήσει, να τον καταδικάσει έστω και μετά θάνατον. Αλλά το επαναλαμβάνω: με ενδείξεις και υποθέσεις να πορευόταν ή με τις ορατές και χειροπιαστές μαρτυρίες ενός φρικτότατου μαρτυρικού τέλους; Οπότε υπήρχαν δυο ενδεχόμενα: ή δεν θα αγιοποιούσαν εξαιτίας του Χρυσοστόμου (από παραδοχή έμμεση και σιωπηρή της προβληματικής του πνευματικότητας εξ απουσίας άλλων τεκμηρίων) και τους υπόλοιπους, αδικώντας έτσι το νέφος των τότε μαρτύρων (εκτός αν για τον Ευθύμιο όλοι ήταν βιαστές ή βλάσφημοι!) ή θα συμπεριελάμβαναν, παρακάμπτοντας την περίεργη φημολογία, και τον μαρτυρικό Επίσκοπο της Σμύρνης στο αγιολόγιο μετά των υπολοίπων. Και ευτυχώς αυτό και έπραξαν τελικά. Άλλωστε, τα «αν» δεν μπορεί να είναι κριτήριο αληθείας, αλλά μάλλον σύγχυσης και ψεύδους.
«Τό τραγικώτερο ὅμως ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι οὔτε καί οἱ Ἐπίσκοποι μέχρι τῆς ἀποφάσεως διά τήν ἁγιοποίησί του, ἐγνώριζαν ἤ ἐπίστευαν στήν ἁγιότητα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης. Αὐτό τό γνωρίζουμε ἀσφαλῶς καί μετά βεβαιότητος ἀπό τά ἀναρίθμητα μνημόσυνα, τά ὁποῖα τοῦ ἐτελοῦσαν μέχρι τήν ἀνακήρυξι τῆς ἁγιότητός του καί μεμονωμένα καί ὁμαδικά οἱ Ἐπίσκοποι. Εἶναι δέ γνωστό τοῖς πᾶσι ὅτι οἱ εὐχές καί τά τροπάρια τοῦ μνημοσύνου ζητοῦν ἀπό τόν Θεό τήν συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν δι' ὅποιον τελοῦνται καί τήν παράκλησι τῆς Ἐκκλησίας νά κατατάξη ὁ Θεός μετά τῶν δικαίων τήν ἐν λόγῳ ψυχή. Ἄν λοιπόν ἔχωμε τή συνείδησι ὅτι κάποιος εἶναι ἅγιος, τό πρῶτο τό ὁποῖο κάνουμε εἶναι ὅτι σταματοῦμε νά παρακαλοῦμε τό Θεό διά τήν συγχώρησί του καί ζητοῦμε τίς πρεσβεῖες του διά τήν δική μας συγχώρησι»: πρόκειται για άκυρο, ψευδές, σαθρότατο και «πονηρό» επιχείρημα, διότι αντιβαίνει ευθέως στην εκκλησιαστική διαχρονική σχετική πρακτική. Έτσι συμβαίνει σε κάθε περίπτωση. Αν διαβάσει κάποιος τις πολυήμερες τελετές αγιοκατάταξης του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, θα δει μέχρι την τελευταία στιγμή προ της επίσημης αγιοποίησης να τελούνται μνημόσυνα για την ψυχή του αγίου! Δηλαδή θα έπρεπε η Εκκλησία όσα χρόνια «καθυστερεί» την αναγνώριση της αγιότητας κάποιου να μην του κάνει στο μεταξύ μνημόσυνα; Και πού να σκεφτεί κανείς τι θα γινόταν με κείνους που δεν θα αναγνωριστούν τελικά ποτέ. Απλά θα πήγαιναν αδιάβαστοι!
Πάμε τώρα και στο πιο καίριο αντεπιχείρημα του π. Ευθυμίου: «ἅπαντες ἐγνώριζαν τίς κατηγορίες περί τῆς μασονικῆς του ἰδιότητος». Άπαντες; Και με αποδείξεις άραγε ή χωρίς; Θα έλεγα από την ταπεινή μου θέση ότι, αν και εισέτι αναπόδεικτο το γεγονός, θα πρέπει να διακρίνουμε, ακόμα και στην περίπτωση που ισχύει, πώς ακριβώς ήταν η Μασονία εκείνη την εποχή και τι συμμετοχή σε αυτήν είχε ο Χρυσόστομος. Να μη γενικεύουμε και να μη δαιμονοποιούμε τα πάντα.Αν θεωρήσουμε ότι και οι Φιλικοί ανήκαν στη μασονία της εποχής τους και πολλοί άλλοι αγωνιστές δι’ αυτών εμυήθησαν στις μυστικές εκείνες οργανώσεις, τότε πώς εξηγείται η μάχη τους πρώτα υπέρ πίστεως και είτα υπέρ πατρίδος; Μήπως κολάστηκαν κιόλας σαν μασόνοι, έστω και εξ αγνοίας; Εν προκειμένω θα επανελάμβανα με τη σειρά μου τη βαθιά πίστη μου στο αγιαστικό αίμα του μαρτυρίου στην περίπτωση του Χρυσοστόμου. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο βαθιά μπήκε στη Μασονία, αλλά ένας αρνησίχριστος μασόνος (με τη σημερινή κυρίως έννοια) δύσκολα θα καθόταν με τη θέλησή του να θυσιαστεί. Όχι μόνο θα προγνώριζε από μέρες τι θα συνέβαινε, αλλά και θα προέκρινε ζων να συνεχίσει τους αγώνες του για τη «λατρεμένη» του πατρίδα. Με προβληματίζει πολύ αν σε έναν «αντίχριστο» θα δινόταν υπό Κυρίου η φώτιση της μεγάλης αυτής απόφασης και η χάρη του μαρτυρίου. Αλλά και αν δόθηκε, μήπως τελικά ο Κύριος έσβησε τοιουτοτρόπως τη μασονική ιδιότητα και αμαρτία του ανδρός και τον τίμησε δια της άκρας του ευσπλαχνίας και άρρητης κρίσης προσθέτοντάς του όχι απλά τη συγχώρηση, αλλά και τη χάρη της αγιότητος; Υπενθυμίζω ότι παραμένει αναπόδεικτη η μασονική του ιδιότητα,πράγμα που «άφηνε ελεύθερα» τα χέρια της Ιεραρχίας στο να προχωρήσει στην προκείμενη αγιοκατάταξη και που εξηγεί, σε συνδυασμό με το αμέσως προηγούμενο σκεπτικό, και την «τόλμη» της συγκεκριμένης ενέργειας παρά τις περιρρέουσες ενστάσεις.
«Καί ἄν αὐτό συνέβη διά τόν Χρυσόστομο Σμύρνης διατί νά μή συμβῆ καί διά τούς ἄλλους ἀνά τούς αἰώνας μαρτυρήσαντες καί θανατωθέντες στό βωμό τῆς πατρίδος, ἐφ' ὅσον καί αὐτοί ἐπολέμουν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος;»: αυτό είναι άλλο ζήτημα – δεν είναι της παρούσης – στο οποίο μπαίνουν πολλές δυσχερείς παράμετροι. Ήδη αναφέρθηκα στην περίπτωση του Αθανάσιου Διάκου. Αρκεί, θεωρώ. O π. Ευθύμιος, ωστόσο, συνεχίζει με παντοίους τρόπους να υποκαθιστά και να υφαρπάζει τη θεία (και την εκκλησιαστική) κρίση και σκέψη, όπως στην περίπτωση που εύχεται υποδορίως (καταράται μάλλον) την παραδειγματική τιμωρία των αγιοποιησάντων τον Χρυσόστομο και ευθύς αμέσως εκδηλώνει την άμεση απογοήτευσή του, διότι μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί, εφόσον εδώ και καιρό δεν βλέπουμε τον Θεό να εκδικείται τους αιρετικούς! Αστειότητες… Εξακολουθεί και πιο κάτω να βλέπει τη «θεοεγκατάλειψη» των Συνοδικών, που προέβησαν στη «λαθεμένη» αγιοποίηση, σε σωρεία άλλων αιρετικών και εκκοσμικευτικών ενεργειών, από τις οποίες – για να ελαφρύνουμε λίγο το βαρύ κλίμα της αντιπαράθεσης – έχω δυο ενστάσεις: γιατί τον ενοχλεί που σε μέρες κρίσης τους βλέπει «νά συναγωνίζωνται στά ἔργα κοινωνικῆς ὡφελείας» και πώς βλέπει στις βυζαντινές μας μεγαλοπρέπειες «τό μόνο τους γνώρισμα μέ τόν Χριστό καί τήν ὀρθόδοξη παράδοσι νά εἶναι τό ἐξωτερικό ἱερατικό σχῆμα»!
Πηγαίνω τώρα στην ίδια την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος περί το ζήτημα (1992).Θα κάνω ένα προκαταρκτικό παρενθετικό σχόλιο. Ο γέρων Παΐσιος που ζούσε την εποχή εκείνη, δεν αμφισβήτησε τη συνοδική κρίση της Εκκλησίας. Το Άγιο Πνεύμα δεν τον πληροφόρησε ούτε τον προέτρεψε σε κάτι τέτοιο. Και κάποιοι με περισσή παρρησία, ευκολία και τόλμη (και αυθάδεια ίσως και θρασύτητα) δεν διστάζουν να μιλούν με τόσο «κύρος» και σιγουριά για ζητήματα ανήκοντα στα «ἐν οὐ παικτοῖς». Θλιβερό, αν μη τι άλλο. Παραθέτω την αρχή του Συνοδικού κειμένου: «Τούς ἐν τῷ μετά σώματος βίῳ κατορθώμασιν ἀρετῆς καί μαρτυρικῷ θανάτῳ τελειωθέντας εὐλαβεῖσθαι καί τιμᾶν, ἐτησίοις τε τελεταῖς καί ἐγκωμίοις γεραίρειν ὅσιον καί τῷ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας πληρώματι λυσιτελέστατον πέφυκεν, ἐπειδή ἡ τούτων μνήμη πρόξενος τυγχάνει ὠφελείας ψυχικῆς καί πνευματικῆς τοῦ Χριστωνύμου πληρώματος. Ἐπειδή τοίνυν τοιοῦτοι τόν βίον καί τήν πολιτείαν ἀνεδείχθησαν καί οἱ ἐν ἔτει 1922 ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ διά τήν ἀμώμητον ἡμῶν ὀρθόδοξον πίστιν μαρτυρήσαντες Ἐπίσκοποι Χρυσόστομος Σμύρνης, Γρηγόριος Κυδωνιῶν, Ἀμβρόσιος Μοσχονησίων, Προκόπιος Ἰκονίου, Εὐθύμιος Ζήλων καί οἱ σύν αὐτοῖς κληρικοί τε καί λαϊκοί ζήσαντες εἰς χρόνους δυσχερεῖς, πιστῶς δέ καί θεαρέστως τόν ἐπίγειον διανύσαντες δόλιχον, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος…». Βλέπουμε η Σύνοδος να αιτιολογεί ξεκάθαρα αυτό που συνοψίζει λίγο πιο κάτω στη φάση «πρός τήν θεάρεστον πολιτείαν καί τό μαρτύριον τούτων ἀπιδοῦσα». Δεν αναγνώρισε την αγιότητα σε άθεους, άπιστους ή αλλόδοξους ή αμετανόητους βλάσφημους και βιαστές στρατιώτες, εντάσσοντάς τους εν τοις μετά των Επισκόπων συμμάρτυσι, όπως πιο κάτω αφήνεται να υπονοηθεί, αλλά και απερίφραστα διατυπώνεται από τον π. Ευθύμιο.
Η Σύνοδος, όταν προέβη στην αγιοκατάταξη των 5 Ιερομαρτύρων Επισκόπων, δεν θα μπορούσε, αλλά και δεν θα ήτο εξάπαντος λογικό και σωστό, να αφήσει εκτός «καί τῶν σύν αὐτοῖς κληρικῶν τε καί λαϊκῶν». Εδώ προκύπτει ένα πρόβλημα «ασάφειας» στη διατύπωση και στο περιεχόμενό της, σύμφωνα πάντα με τις του Ευθυμίου και των λοιπών ομοφρόνων ενστάσεις: περιλαμβάνονται άραγε εν αυτή άπαντες οι στρατιώτες και ο σφαγιασθείς εγχώριος πληθυσμός των Ορθοδόξων; Θεωρώ ότι η Σύνοδος άφησε διακριτικά να υπονοηθεί στην αρχή του κειμένου της πως δεν μπορεί να μιλήσει περί άλλων τινων, παρεκτός των θεαρέστως βιωσάντων και μαρτυρικώς τελειωθέντων («ζήσαντες εἰς χρόνους δυσχερεῖς, πιστῶς δέ καί θεαρέστως τόν ἐπίγειον διανύσαντες δόλιχον»). Τώρα πόσοι εξ αυτών συμπεριλαμβάνονται στο «σύν αὐτοῖς» και στην κατηγορία των θεαρέστως διανυσάντων, το γνωρίζει μόνον ο Κύριος, όπως άλλωστε και στην κάθε περίπτωση. Η τεχνήεσσα πρόσθεση κατά την υπονόμευση του χορού των Νεομαρτύρων δόλιων και πλαγίων στην πρόθεσή τους επιχειρημάτων («μέσα δέ σέ αὐτούς, σύμφωνα μέ τήν ἀκολουθία, τήν ὁποία τούς ἔφτιαξαν, ἁγιοποιοῦνται καί οἱ στρατιῶτες καί οἱ ἀξιωματικοί, οἱ ὁποῖοι ἐφονεύθησαν στίς μάχες μέ τούς Τούρκους. Αὐτό εἶναι πρωτάκουστο καί πρωτοφανές στήν ὀρθόδοξη Παράδοσι») σίγουρα δεν προκύπτει άμεσα από τη Συνοδική απόφαση.
Θα μπορούσαμε, όμως, και να κλείσουμε ερμητικά τα μάτια, έστω και εκ καλής προαιρέσεως, στην εκούσια «ασάφεια» του επίσημου τούτου συνοδικού κειμένου; Όχι, και πιστεύω ότι από το ίδιο το κείμενο του π. Ευθυμίου μπορούμε να αρυσθούμε απαντητικά και ερμηνευτικά στοιχεία που θα μας διαφωτίσουν σχετικά: «διότι ναί μέν ἔχουμε ἁγίους ἀνώνυμους, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα δέν γνωρίζουμε λόγῳ τοῦ πλήθους, μᾶς εἶναι γνωστός ὅμως ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἐμαρτύρησαν καί αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ἡ πίστις καί ἡ ὁμολογία στόν 'Ιησοῦν Χριστόν». Αυτό ισχύει και εδώ. Στο πλήθος των «σύν αὐτοῖς» δεν μπορούμε εμείς ούτε να δούμε και να πούμε ποιοι ακριβώς είναι ούτε έχει και νόημα λόγω ακριβώς του πλήθους. Εμείς ξέρουμε ότι αυτοί μαρτύρησαν βιαιότατα υπό των ημιάγριων Τσετών όχι μόνο για εθνικούς ή άλλους λόγους, αλλά και για το ότι ήταν Χριστιανοί. Και αυτό αρκεί και για μας και για τον Θεό, ώστε να τους εκλάβουμε ως Μάρτυρες. Εξάλλου, κανείς δεν γνωρίζει τις απόκρυφες σε όλους μας βουλές του παντογνώστη Θεού, ο οποίος ξέρει καλύτερα αν ένας προ ολίγου άθεος ή αιρετικός ή βιαστής ή εν γένει πολύ αμαρτωλός μέσα σε εκείνο το χάος συνήλθε, μετενόησε και στο τέλος ο θάνατός του εξελήφθη ως θυσία όχι απλά καθαρτική, αλλά και εξαγιαστική. Κανείς στο κάτω κάτω δεν γνωρίζει ποιους εν τέλει και πώς ο Θεός κατατάσσει ανάμεσα στους μάρτυρές του ούτε με ποιον τρόπο λειτουργεί η Χάρη Του σε εκάστη περίπτωση, ακόμη και των πιο στυγνών εγκληματιών.
Ας θυμηθούμε και πάλι τον ορθόδοξο συναξαριστή. Εκεί μέσα βρίσκουμε ημέρες μνήμης ενίοτε πολλών χιλιάδων μαρτύρων (βλ. ενδεικτικά στις 2 Ιούνη τις είκοσι χιλιάδες γυναίκες μάρτυρες• σίγουρα κάποιες απ’ αυτές θα φοβήθηκαν στο τέλος, θα μετάνιωσαν που χάνουν τη ζωή τους, αλλά δεν κάθισε η Εκκλησία ούτε να λεπτολογήσει το ζήτημα με υποχονδρία ούτε θα βρεθεί κανείς να ζητήσει τον λόγο από τον Θεό γιατί θεώρησε μάρτυρα και αυτόν που δείλιασε, που προσπάθησε ίσως να ξεφύγει τον θάνατο, αλλά εν τέλει έχασε τη ζωή του χάριν του Χριστού, ει και ακουσίως πως• το ίδιο μάλλον θα ισχύει και για τους δυόμιση χιλιάδες μάρτυρες στρατιώτες της 19ης του Αυγούστου και για αρκετές ακόμα περιπτώσεις). Άρα δεν μπορεί να επικαλείται ο π. Ευθύμιος ότι λάθεψε η Σύνοδος που συμπεριέλαβε και άλλους μαζί με τους πέντε Επισκόπους. Στο «σύν αὐτοῖς», επομένως, συμπεριλαμβάνονται όσοι έτεροι, κληρικοί και λαϊκοί, κατετάγησαν υπό του μόνου αλάνθαστου Κριτού στη χορεία των απ’ αιώνος μαρτυρησάντων.
Τα δε «πονηρά» και επαχθή υπονοούμενα του τύπου «στήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων, ἐπί παραδείγματι, ὑμνοῦμε ὅλους τούς διά τόν Χριστόν μαρτυρήσαντες ἤ τούς λάθρα βιώσαντες καί εὐαρεστήσαντες τόν Θεό καί ὄχι τούς οἱουσδήποτε πού ἐφονεύθησαν ἤ ἔπραξαν ὁτιδήποτε στήν ζωή των» είναι τουλάχιστον απαράδεκτα και άδικα, ακόμα και κατά το ανθρώπινον, για τους σφαγιασθέντες της Μ. Ασίας. Ανήκουν στους «οἱουσδήποτε πού ἐφονεύθησαν» ο Σμύρνης Χρυσόστομος και ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος, που κατακρεουργήθηκαν και κατατεμαχίστηκαν από το πλήθος; Κατατάσσεται τόσο ανεύθυνα σε όσους «ἔπραξαν ὁτιδήποτε στήν ζωή των» ο ταφείς ζωντανός Κυδωνιών Γρηγόριος; Είναι σίγουρος ότι θα υπέμενε ή δεν θα απέφευγε τέτοια φρικτά μαρτύρια ο π. Ευθύμιος, που γράφει με τόση άνεση, έστω και από το «ασκηταριό» των Αμπελακίων; Έχει δυστυχώς πολλά παραδείγματα καταλείψει η εκκλησιαστική μας ιστορία, που αποδεικνύουν την εν τοις πράγμασι αντιστροφή των μεγάλων λόγων και την ανακολουθία των πράξεων όσων μεγαλορρημονούν ή φωνασκούν ανέξοδα και εκ του ασφαλούς.
Η αγιομαχία δεν είναι σίγουρα ένα τυχαίο φαινόμενο. Θυμόμαστε όλοι τη λάσπη που έφαγε και μετά την εκδημία του ο άγιος Νεκτάριος από μερίδα ζηλωτών παλαιοημερολογιτών.Να θεωρήσουμε παράλληλους βίους τη σχετική στάση κατά του Χρυσοστόμου Σμύρνης από τους σχισματικούς σύγχρονους αποτειχισθέντες τους εκ νεοημερολογιτών προερχομένους; Αυτό αφήνεται στην κρίση όλων. Θα ήθελα μόνο να προσθέσω ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο διαχρονικά να αμφισβητείται ή να απαξιούται ικανός αριθμός αγίων ακόμα και από ευσεβή μέλη της Εκκλησίας. Ενδεικτικά αναφέρω τον Μ. Κωνσταντίνο από την αρχαιότητα και τον τελευταίο τσάρο της Ρωσίας από το σήμερα. Εγώ ο ίδιος πρόσφατα άκουσα αγιορείτη ηγούμενο να επικρίνει δηκτικά την αγιοκατάταξη του Σέρβου π. Ιουστίνου Πόποβιτς. Δεν έχουν τελειωμό αυτά. Η γνώμη, πάντως, του γράφοντος είναι ότι δεν μπορεί σε τόσο σοβαρά θέματα να αφήσει εύκολα ο Θεός να πλανηθεί η Εκκλησία του.
Ο ηθικολόγος, που ζει εν ημίν και τον οποίο συναντούμε ευδιακρίτως στο κείμενο του π. Ευθυμίου, δεν μπορεί ούτε τα κρίματα του ελεήμονος Θεού να χωνέψει ούτε τις κακοήθειες της ιστορίας να κατανοήσει ορθώς. Με τα μυωπικά του γυαλιά δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το βαθύ του πνευματικό πρόβλημα, τον φαρισαϊσμό και την έλλειψη αγάπης: «στήν περίπτωσι ὅμως τοῦ πλήθους τῶν φονευθέντων στήν Μικρασιατική καταστροφή, ποῖος μᾶς ἐγγυᾶται ἄν ἔστω καί μερικοί ἀπό ὅλες αὐτές τίς χιλιάδες τῶν φονευθέντων ἐφονεύθησαν διά τόν Χριστό καί ὁ βίος των ἤτο ἀνάλογος μέ τό μαρτύριό τους;». Να ενθυμήσω στον συγγραφέα των αράδων αυτών ότιούτε ο βίος του ληστή στον Σταυρό ήταν ανάλογος της ένδοξης πρωτιάς που αξιώθηκε στην τιμή τού εν Χριστώ μαρτυρίου. Και αυτό δεν ισχύει φυσικά μόνο για τον ληστή, αλλά γέμει ο συναξαριστής αντίστοιχων περιπτώσεων.
Αν μεταξύ αυτών που ανεγνώρισε ως Αγίους, κρίμασιν οἷς οἶδε μόνος Κύριος η εν λόγω Σύνοδος «αστόχησε», π.χ. κολάστηκε ένας εκ των πέντε Επισκόπων, τότε σίγουρα δεν θα μας ζητήσει ο Θεός την ευθύνη, θα έλεγα ούτε και από τους τότε Συνοδικούς, πολλώ δε μάλλον από τον λαό του, τον υπακούοντα τη επισήμω Εκκλησία. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση του «μασόνου» Σμύρνης, αλλά και σε κάθε περίπτωση «λάθους» της επίσημης Εκκλησίας, όπως και των πνευματικών πατέρων σε εξατομικευμένο επίπεδο (εξαιρείται η περίπτωση των προφανών και καταδικασθεισών ήδη επισήμως αιρέσεων και πλανών). Δεν ισχύει όμως το αντίθετο. Δηλαδή είναι δύσκολο στην πολύτροπη «απόρριψη» και πολεμική κατά της Εκκλησίας να αποφευχθεί το λάθος, πολύ δε περισσότερο η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Για του λόγου το αληθές ας δούμε τι αναφέρει σχετικά ο άγιος Σιλουανός, λόγια που κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου άσχετα με την περίπτωση: «πριν από την κρίση του οδηγού όμως (σ.σ. εδώ της Συνόδου περί της τελεσίδικης αγιοκατάταξης των εν λόγω ιερομαρτύρων), όταν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πνευματικό φαινόμενο, πρέπει να τηρή αυστηρά την ασκητική αρχή: ‘μη δέχεσαι και μην απορρίπτης’ […] Όταν δεν απορρίπτη ο άνθρωπος, αποφεύγει άλλον κίνδυνο: να αποδώσει τη θεία ενέργεια στους δαίμονες κι έτσι να υποπέση στο αμάρτημα της ‘βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος’, όπως οι Φαρισαίοι […] Ο δεύτερος κίνδυνος είναι φοβερότερος από τον πρώτο, γιατί η ψυχή μπορεί να συνηθίση να αρνήται τη χάρη και να την μισή (σ.σ. εδώ βάλε ειδικότερα Εκκλησία). Και μπορεί μάλιστα να συνηθίση τόσο στην κατάσταση της θεομαχίας, ώστε να είναι προσδιοριστική για την αιωνιότητα αυτή η κατάσταση» (αρχιμ. Σωφρονίου, ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ 1988, σσ. 87-88). Πολύ φοβούμαι ότι η θεομαχία είναι εμφανέστατη και χρόνια σε πολλούς εκ των υποπιπτόντων στην αίρεση της σύγχρονης «αποτείχισης».
Αν μεταξύ αυτών που ανεγνώρισε ως Αγίους, κρίμασιν οἷς οἶδε μόνος Κύριος η εν λόγω Σύνοδος «αστόχησε», π.χ. κολάστηκε ένας εκ των πέντε Επισκόπων, τότε σίγουρα δεν θα μας ζητήσει ο Θεός την ευθύνη, θα έλεγα ούτε και από τους τότε Συνοδικούς, πολλώ δε μάλλον από τον λαό του, τον υπακούοντα τη επισήμω Εκκλησία. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση του «μασόνου» Σμύρνης, αλλά και σε κάθε περίπτωση «λάθους» της επίσημης Εκκλησίας, όπως και των πνευματικών πατέρων σε εξατομικευμένο επίπεδο (εξαιρείται η περίπτωση των προφανών και καταδικασθεισών ήδη επισήμως αιρέσεων και πλανών). Δεν ισχύει όμως το αντίθετο. Δηλαδή είναι δύσκολο στην πολύτροπη «απόρριψη» και πολεμική κατά της Εκκλησίας να αποφευχθεί το λάθος, πολύ δε περισσότερο η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Για του λόγου το αληθές ας δούμε τι αναφέρει σχετικά ο άγιος Σιλουανός, λόγια που κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου άσχετα με την περίπτωση: «πριν από την κρίση του οδηγού όμως (σ.σ. εδώ της Συνόδου περί της τελεσίδικης αγιοκατάταξης των εν λόγω ιερομαρτύρων), όταν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πνευματικό φαινόμενο, πρέπει να τηρή αυστηρά την ασκητική αρχή: ‘μη δέχεσαι και μην απορρίπτης’ […] Όταν δεν απορρίπτη ο άνθρωπος, αποφεύγει άλλον κίνδυνο: να αποδώσει τη θεία ενέργεια στους δαίμονες κι έτσι να υποπέση στο αμάρτημα της ‘βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος’, όπως οι Φαρισαίοι […] Ο δεύτερος κίνδυνος είναι φοβερότερος από τον πρώτο, γιατί η ψυχή μπορεί να συνηθίση να αρνήται τη χάρη και να την μισή (σ.σ. εδώ βάλε ειδικότερα Εκκλησία). Και μπορεί μάλιστα να συνηθίση τόσο στην κατάσταση της θεομαχίας, ώστε να είναι προσδιοριστική για την αιωνιότητα αυτή η κατάσταση» (αρχιμ. Σωφρονίου, ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ 1988, σσ. 87-88). Πολύ φοβούμαι ότι η θεομαχία είναι εμφανέστατη και χρόνια σε πολλούς εκ των υποπιπτόντων στην αίρεση της σύγχρονης «αποτείχισης».
Η ιστορική (και εκκλησιαστική) απαίτηση της μετά θάνατον δικαίωσης των Μαρτύρων της μικρασιατικής τραγωδίας σαρκώθηκε και τελειώθηκε στη Συνοδική τούτη απόφανση. Είναι σίγουρο ότι οι Άγιοι βάλλονται υπό των λυσσαλέων στη ζηλοφθονία τους για τον θρίαμβο της Εκκλησίας δαιμόνων δια λογισμών βλάσφημων, αμφιβολίας και με ποικίλες συκοφαντίες και επιθέσεις. Το είδαμε στην περίπτωση του αγίου Νεκταρίου, το βλέπουμε και τώρα. Είναι κρίμα, ωστόσο, να πέφτουμε στις πλάνες και στις απάτες τους και εμείς, οι γαλουχημένοι από μικροί στην Εκκλησία και, πολύ περισσότερο, οι λειτουργοί της. Θα κλείσω με μια συμβουλή στον π. Ευθύμιο και στους «συν αυτώ», όχι δική μου, του αγίου Σιλουανού και πάλι: «ας παραμείνουμε, αδελφοί, υπάκουοι στους ποιμένες μας, και τότε θα έλθη γενική ειρήνη κι ο Κύριος με το Άγιο Πνεύμα θα μείνη μαζί μ’ όλους μας […] Θα ρωτήση όμως κανείς: ‘αφού το Άγιο Πνεύμα τοποθέτησε τους επισκόπους και τους καθοδηγή, γιατί, λοιπόν, δεν έχομε ειρήνη και δεν προοδεύομε;’ Γιατί δεν σκεφτόμαστε σωστά για την εξουσία που εγκατέστησε ο Θεός, και γι’ αυτό γινόμαστε ανυπάκουοι» (Άγιος Σιλουανός, ό.π., σσ. 437-438). Και μια τελευταία: «να πολεμάς τους εχθρούς (σ.σ. τους δαίμονες) με την ταπείνωση» (ό.π., σ. 483).
Ας κατανοήσουν όλοι οι εν λόγω αγιομάχοι πωςακόμα και να έσφαλε η Σύνοδος εκείνη, δεν θα μας ζητήσει τον λόγο ο Θεός, ενώ αντιθέτως θα μας βαρύνει το αμάρτημα της βλασφημίας,αν απορρίπτουμε και καθυβρίζουμε και συκοφαντούμε τόσο βάναυσα αδικώντας Μάρτυρες και Ιερομάρτυρες. Πραγματικά, πού θα κρυφτούν και στην εδώ, και κυρίως στην άλλη ζωή, οι πολέμιοι των Αγίων αυτών και οι εν γένει εκκλησιομάχοι; Ισχύει εν προκειμένω η ρήση του π. Πορφυρίου ότι προτιμούσε να κάνει λάθος εντός της Εκκλησίας, παρά να εξέλθει αυτής χάριν λόγων προσωπικών, ακόμη και δικαιοσύνης ή αγιότητος. Ας ακολουθήσουμε τη δική του φωνή και όχι των φλύαρων αγιομάχων και εκκλησιομάχων, ευχόμενοι παράλληλα τη μετάνοιά τους. Αν και κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος και όσα προανεφέρθησαν, μάλλον εδώ δεν πλανάται η επίσημη Εκκλησία, αλλά οι εκτός αυτής…
Κ.Ν.
18/9/2013