Quantcast
Channel: Ιδιωτική Οδός
Viewing all articles
Browse latest Browse all 5534

ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΗ: ΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

$
0
0
Μιχαήλ Άγγελος, Δευτέρα Παρουσία (λεπτομέρεια)

Αίρεση και Ορθοδοξία: τρόποι βίου ή διανοητικές σχηματοποιήσεις; 
(εξ αφορμής της νεογέννητης αίρεσης της σύγχρονης αποτείχισης) 
Έπιασα στα χέρια μουτο «αλφαβητάρι της πίστης» του Χ. Γιανναρά– να μη σπεύσουν οι καλοθελητές να με χαρακτηρίσουν γιανναρικό, διότι ήδη το έπραξε ο τάλας τελεβάντος και επειδή οι φίλοι και γνωστοί μου γνωρίζουν πως κάθε άλλο παρά θα μου ήταν συμβατός ο εν λόγω επιθετικός προσδιορισμός – και ομολογώ ότι θαύμασα για πολλοστή φορά την εύστοχη και εύστροφη ανάλυση του μεγάλου αυτού σύγχρονου διανοητή και θεολόγου για τον ορισμό της αίρεσης και της ορθοδοξίας. Ήταν φυσικό και επόμενο να μου φέρει στον νου μνήμες πρόσφατων γεγονότων και σύγχρονων εκκλησιαστικών προσώπων, που ερωτοτροπούν ανεπίγνωστα με την αίρεση, το σχίσμα και με κάθε πλάνη, πνευματικές ασθένειες και καρκινώματα, τα οποία σε αποκόπτουν από το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου, με αναπόδραστη και φυσικότατη εξέλιξη τον αργό ή γρήγορο πνευματικό θάνατο των πασχόντων αυτών μελών του Κυρίου. 
Λέει ο φωτιστής αυτός των σύγχρονων θεολογικών, φιλοσοφικών και γλωσσικών μας πραγμάτων (ανεξάρτητα από τα ποικίλα σχετικά του, αναπόφευκτα κατά το ανθρώπινον αστοχήματα): «στη γλώσσα των σημερινών ανθρώπων η λέξη ορθοδοξία έχει το νόημα της προσκόλλησης σε κάποιο δόγμα, στο γράμμα μιας ιδεολογίας» (εκδ. Δόμος, 2006, σ. 223). Ο δογματισμός αυτός φαίνεται ξεκάθαρα σε όλους τους εραστές των αποτειχίσεων και κάθε σχισματικής εκτροπής. Συντηρητικότητα, δογματισμός, διανοητική και συναισθηματική σκλήρυνση και ακαμψία είναι λίγοι πενιχροί χαρακτηρισμοί που σημαίνουν τη βαθύτερη πνευματική αλλοίωση των ανθρώπων αυτών.Συνεχίζει λίγο πιο κάτω με τη φωτογραφική του πένα: «όσοι δεν τολμούν ή δεν μπορούν να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο μέσα στη ζωή, προσκολλώνται φανατικά σε κάποια ορθοδοξία. Αντλούν κύρος, αυθεντία και τελικά εξουσία ως εκπρόσωποι και διαχειριστές της γνησιότητας – υπερασπιστές των τύπων, ερμηνευτές του γράμματος. Τελικά μεταβάλλουν την όποια ορθοδοξία σε ‘προκρούστεια κλίνη’, όπου ακρωτηριάζουν τη ζωή για να την προσαρμόσουν στις απαιτήσεις του δόγματος». Πράγματι, η μετάλλαξη της ζωής, της πίστης και της εμπειρίας σε σχηματοποιημένες αράδες λεκτικών διατυπώσεων και η λατρεία των εν λόγω γραμμάτων, τα οποία οι ίδιοι ερμηνεύουν αθέμιτα, άκομψα, άστοχα και άκυρα, τους μετακινούν εξάπαντος εκτός της Εκκλησίας και της αλήθειας της και τους οδηγούν σε ακρότητες που, ει δυνατόν, να μην περιορίζονταν απλά στον ακρωτηριασμό της ζωής (σ.σ. και της Εκκλησίας), όπως υπογραμμίζει ο Γιανναράς, αλλά να επεκτείνονταν και στους φορείς της (συνήθως Επισκόπους, ενάντια στους οποίους προπαντός ξεβράζεται μια πάντη άλογος κακότητα). 
Όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο θεολόγος φιλόσοφος σε κάθε ευκαιρία, εκφράζοντας εν προκειμένω την εκκλησιαστική παράδοση, η αίρεση και η ορθοδοξία είναι κατά βάσιν τρόποι του βίου, θέματα ζωής, γεγονότων, εμπειριών και πραγμάτων και κατά δεύτερον, δευτερεύοντα εξάπαντος, προβλήματα θεωρητικών σχημάτων και διατυπώσεων.Όταν, όμως, παύει η εκκλησιαστική εμπειρία να βιούται ως δει, τότε αρχίζουν οι ατελέσφορες αντιδικίες και οι μωρές συζητήσεις και εκζητήσεις της ακρίβειας των λεκτικών μορφωμάτων, σε κάθε περίπτωση έξω και σε βάρος της ίδιας της ζωής, της πραγματικότητας, της αγάπης. Στον αντίποδα των προαναφερθέντων, ο μέγας Πορφύριος, ως και άπαντες οι σύγχρονοι φωστήρες του ορθόδοξου αγιότατου γεροντισμού, μάς δίδαξαν λόγοις τε και έργοις τη μεγάλη αλήθεια της καθολικότητας του εκκλησιασμού ως του κατεξοχήν κριτηρίου της Ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας. Οι ίδιοι δεν απετειχίσθησαν ποτέ, ένιοι δε εξ αυτών αγανακτούσαν και μόνο στο άκουσμα ενός τέτοιου απευκταίου ενδεχομένου. Έρχεται με τη σειρά του και ο χαρισματικός σύγχρονος λαϊκός θεολόγος να επικυρώσει με τη γραφίδα του τη μεγάλη τούτη αλήθεια: «είναι σαφέστατες οι μαρτυρίες από τα κείμενα των πρώτων αιώνων που βεβαιώνουν ότι η καθολική Εκκλησία είναι το κριτήριο της ορθοδοξίας, και όχι η ορθοδοξία κριτήριο της καθολικής Εκκλησίας. Προϋπόθεση ορθοδοξίας είναι η μετοχή στην καθολική Εκκλησία, όχι η εμμονή στην ορθότητα θεωρητικών διατυπώσεων» (σσ. 225-226). 
Τι βλέπουμε να κάνουν οι σύγχρονοι αποτειχισμένοι του παλιού ή και του νέου εορτολογίου; Εξέρχονται των ορίων της Εκκλησίας, αυτό – αφ – ορίζονται (σε κάποιες περιπτώσεις επικυρούται τούτο και επισήμως, ως με τον Ράσκας, τον π. Ευθύμιο και τον Σωτηρόπουλο)και στη συνέχεια τανύουν ερμηνευτικά τα κείμενα και τα ιστορικά γεγονότα, προσαρμόζοντάς τα στις αμαρτωλές τους εκκλησιοαποσχιστικές ορέξεις. Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ και όλη μας η Παράδοση έβλεπε το σχίσμα και την αίρεση στην εκκλησιολογική τους σχιζοειδή συνωνυμία, να μην πω σχεδόν ταυτότητα, πάνω στην ορατή δυσειδή τους απόληξη του αφίστασθαι από την κοινωνία της αγάπης και την ενότητα του Σώματος του Κυρίου, της Εκκλησίας: «οπωσδήποτε, η αίρεση εκδηλώνεται όχι μόνο ως γεγονός (με την πράξη του σχίσματος), αλλά και ως θεωρητική διδαχή. Οι αιρετικοί (σ.σ. και οι σχισματικοί) διδάσκουν μιαν ‘αλήθεια’ που δεν ανταποκρίνεται στην εμπειρία και πίστη της καθολικής Εκκλησίας» (σ. 226). 
Άραγε ανταποκρίνεται η επισήμανση του σημερινού διαπρεπούς διανοητή στην αλήθεια των πραγμάτων; Μια απλή, θεωρώ, ματιά στον σχισματικό μας περίγυρο είναι υπέρ το δέον πειστική. Για παράδειγμα, οι παλαιοημερολογίτες ανήγαγαν την ημερολογιακή μεταβολή σε δογματικό ζήτημα, όταν πια εξαντλήθηκαν τα σενάρια της υποταγής στον Πάπα Ρώμης. Οι εκ του νέου εορτολογίου (μέλλοντες ή ήδη) αποτειχισμένοι και αφορισμένοι και καθηρημένοι ακολουθούν, όπως ήταν αναμενόμενο, παράλληλο βίο και ομόλογη διαστροφική και καταστροφολογική εκκλησιολογία. Ψάχνουν εμμόνως δηλώσεις γραπτές και προφορικές, κατά το έθος Ιεραρχών, συμπροσευχητικά και συλλειτουργικά δρώμενα και πάσα άλλη εμπράγματη ή φαντασιοκοπική παράβαση, προκειμένου να στοιχειοθετήσουν την «υπερορθόδοξη» στάση τους και την «ευλογημένη» αγωνιστικότητά τους, η οποία αφορμάται από την εωσφορική (ασύνειδη ή και προχωρημένη όζουσα) αίσθηση της φαρισαϊκής τους (ή και βλακογενούς απλά) «καθαρότητας». Και όλα τούτα τα βαπτίζουν προσυνοδικώς – μάλλον ασυνοδικώς ή υπερσυνοδικώς –προδοσία της πίστεως και αιρετικές παρεκκλίσεις επίσημες και δημόσιες. 
Υπεράνω αυθιστάμενοι (διό και αφιστάμενοι) της Εκκλησίας και πάντων των σύγχρονων θεοφόρων Πατέρων (Πορφυρίου, Παϊσίου, Ιακώβου κλπ.), κατοχυρώνονται αθέσμως, αθεμίτως και εκνόμως πίσω από Κανόνες και προηγούμενα της εκκλησιαστικής ιστορίας, τα οποία με αγαστώς άνομη και ασυνείδητη προχειρότητα, τόλμη, αυθάδεια και αυθαιρεσία ονειρεύονται ότι τα επαναλαμβάνουν, αξιεπαίνως μιμούμενοι και εν πολλοίς υπερβαίνοντες. Αυτοδικαιώνονται εκμανέντες και εκστασιασμένοι (ένιοι καθαρώς αφηνιασμένοι) σε ιστορικές ονειρώξεις περί αναβίωσης των ημερών και των αγώνων των ιωαννιτών και των μαρτυρησάντων επί Βέκκου αγιορειτών πατέρων. Απορείς ευλόγως γιατί η ερμηνεία περί του υποχρεωτικού του ΙΕ΄ Κανόνος του Τρικαμηνά να γίνει δεκτή ως ορθότερη εκείνης περί του προαιρετικού του χαρακτήρα, στην οποία προβαίνει ένα μέγεθος σαν εκείνο του π. Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου. Δεν κατανοείς επίσης πώς γίνεται κάποιος να επικαλείται ως πνευματικό πατέρα ή δάσκαλό του τον Καντιώτη και να μην ακολουθεί το παράδειγμά του της μη αποτείχισης. Αν όλα τούτα δεν συνιστούν διαστροφικές ψυχικές διεργασίες, τότε τι άλλο θα μπορούσαν να είναι; 
Οι παρασυναγωγές, που στήνονται από αρχομανείς κληρικούς και φονταμενταλιστέςή και βεβαρημένους με ποικίλα συμπλέγματα και ψυχοπαθολογικά προβλήματα λαϊκούς, έχουν σαφή και ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά της αίρεσης: έλλειψη αγάπης, κρυφή έπαρση πνευματικής υπεροχής, ακατάσχετη βλασφημία, βογομιλική ιδέα περί καθαρότητας, απέχθεια στην εκκοσμικευμένη κατ’ αυτούς θεσμική Εκκλησία, ελιτιστική νοοτροπία έναντι της «ακάθαρτης» επίσημης Εκκλησίας, εκκλησιολογική υποχονδρία, το δε χείριστον, ακύρωση του δομικού στοιχείου της εκκλησιαστικής χαρισματικής ταυτότητας: της εν Χριστώ ενότητας. Σε μια εξωγήινη ιδιωτική τους πνευματική σφαίρα, αυτοϊκανοποιούνται αναλισκόμενοι σε κωμικοτραγικά αλληλολιβανίσματα και ατέρμονες αργολογικές ιεροκατακρίσεις, ύβρεις, βωμολοχίες και απαξιώσεις (κατά το πλείστον ρασοφόρων). Θλιβεροί μέσα στην εξωτερίκευση της απωθημένης δυστυχίας και των συνδρόμων τους, μερικοί εξ αυτών εκτίθενται σε βαθμό οίκτου, προβάλλοντας ad extra την πνευματική τους γυμνότητα, τη βλαμμένη τους ευλάβεια, τη νοητική τους ανωριμότητα (ένιοι και ανεπάρκεια), την ανεκδιήγητη φαιδρότητα και φρενοβλάβειά τους, τη διαταραχή της προσωπικότητάς τους, τη μικρότητα και αναξιοπρέπειά τους, την κακεντρέχεια και τη ζηλοφθονία τους, τον πολύτροπο δαιμονισμό τους. Με ανυπόστατους αγιoδοκητικούς και πνευματόσχημους προσδιορισμούς (π.χ. πρύτανης των θεολόγων, ακαθαίρετος πύργος, λέων της ορθοδοξίας) αλληλοδιογκώνουν το εγώ τους και παγιώνονται στις ακαλαίσθητες πλάνες τους. Ακόμα περιμένουμε να δούμε αν και με ποιον τρόπο οι θέσεις του Αυστραλίας κλόνισαν το δόγμα της αναμαρτησίας του Κυρίου και πόσο αυτό έθιξε την ορθόδοξη δογματική και την εκκλησιαστική ευταξία. Δεν μπορούμε, επίσης, να κατανοήσουμε γιατί και πώς ο Σωτηρόπουλος τη μια μέρα ευλογούσε τη Χ.Α. και μετά αναδιπλώθηκε με έμμεση καθαίρεση των εθνολατρικών της θέσεων, πράγματα ανερμήνευτα που στοίχισαν, ωστόσο, μια κατάφωρα άδικη και υβριστική επίθεση από την πλευρά του ενάντια στον σεπτό Επίσκοπο της Σιάτιστας. 
Το χθαμαλότατο πνευματικό τους επίπεδο, η χυδαιότητα του ήθους και του λεξιλογίου τους, η ακόρεστη επιθετικότητα, κακότητα και (ιερο)κατάκριση, η αναίδεια, η μνησικακία, η γραφικότητα, οι σχιζοειδείς αντιδράσεις, oι εκστομίσεις καταρών, οι ψυχωτικές εκρήξεις, η χαιρεκακία και ο φθόνος, ο άλογος θυμός και η ακάθαρτη οίηση, η έλλειψη σοβαρότητας και ευγένειας, το δε χείρον, η απουσία ταπείνωσης και αγάπης, είναι απλά δείκτες της αιρετικής και δαιμονικής τους πνευματικότητας. Θα ταραχτούν σίγουρα τόσο με τον χαρακτηρισμό του ως δασκάλου, όσο και με τα γραφόμενά του που θα παραθέσω ευθύς: «οι ίδιοι στερούνται τραγικά το ήθος της ορθόδοξης αλήθειας»• διότι σ’ αυτήν τη φράση αντικατοπτρίζεται η πνευματική τους γύμνια, την οποία με περισσή ξετσιπωσιά ουκ ολίγοι εξ αυτών επιδεικνύουν επιτιθέμενοι αναιδέστατα και επί προσωπικών επιπέδων και ιδιωτικών σφαιρών της ζωής των αντιφρονούντων και αντιστρατευομένων τον δικό τους παραλογισμό. 
Αναρωτιέσαι εύλογα: στις σέκτες προσχωρείς επειδή είσαι ήδη άρρωστος ή νοσείς εκεί μέσα; Προφανώς ισχύουν αμφότερα…Υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες του μικρού αυτού άρθρου να μπει στη διαδικασία της ανεύρεσης των παθογόνων καταστάσεων που απαντώνται στους χώρους αυτούς. Ωστόσο, είναι ανησυχητικός δείκτης όχι μονάχα το να ερωτοτροπείς, να συγχρωτίζεσαι ποικιλοτρόπως ή να είσαι ήδη ενταγμένος σε αυτές τις περίκλειστες ομάδες, αλλά απλά και μόνο να τις πλησιάζεις και να έρχεσαι σε επαφή μαζί τους με κάποια δόση ανοχής ή και, πολύ περισσότερο, ευχαρίστησης. Τα εξερχόμενα αυτοδικαίως και αβιάστως συμπεράσματα είναι σαφέστατα αρνητικά για οιονδήποτε πάσχει εντός, εκτός, εγγύς ή πέριξ των σχισματικών αυτών παραφυάδων, διότι πρόκειται για καινοφανείς αιρέσεις «καθαρότητας», μάλλον για μεταλλαγμένες επαναφορές των αρχαίων ομόλογων γνωστικών και μανιχαϊστικών αρρωστημάτων. 
Πράγματι, το πλέον επώδυνο και αξιοπρόσεχτο στις κινήσεις αυτές (των αποτειχίσεων) εστιάζεται στο γεγονός ότι εδώ πλέον σαρκώνεται αίρεση και εκκολάπτεται πλάνη, η οποία ωριμάζει σταδιακά, ανδρώνεται προοδευτικά, εξελίσσεται καρκινικά και προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί με πλήρη θεωρητικό μανδύα και με εκκλησιαστικά συγκεκριμένα και, ως είθισται στις περιπτώσεις αυτές, προσωποπαγή σχήματα. Όπως προείπαμε για την αιρετική πια διαστροφική ανάδειξη του εκκλησιαστικού εορτολογίου σε μείζον δογματικό ζήτημα υπό των παλαιοημερολογιτών, έτσι και στις νέες αυτές αιρετικότροπες κινήσεις βλέπουμε να σχηματοποιούνται και να συγκεκριμενοποιούνται ευδιάκριτες και καθορισμένες δογματικές αρχές, όπως ενδεικτικά: ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της αποτείχισης, η αναμάρτητη και χωρίς πρόβλημα διακοπή του επισκοπικού μνημοσύνου και η διακοσμητική εκφωνητική χρήση του, το εφάμαρτο σχεδόν κάθε είδους προσέγγισης και συνενέργειας με αλλοδόξους και αλλοθρήσκους, η μόλυνση της παγκόσμιας Εκκλησίας από τον Οικουμενισμό εν είδει μεταδοτικής εξ αντικειμένου νόσου κλπ. Γι’ αυτούς προπαντός τους λόγους κοπτόμεθα καιρό τώρα στις εκτενείς μας αναλύσεις για τα καινοφανή αυτά εκκλησιόμορφα σχήματα, παρά εξ αφορμής προσωπικών παθών και αντεκδικήσεων, τα οποία βλέπουμε συνήθως στην αντίπερα όχθη, στην οποία δεν υπάρχουν επιχειρήματα, ει μη βρισιές, καραγκιοζιλίκια και συνθήματα. 
Η φράση όμως του Γιανναρά συνεχίζεται δίνοντάς μας το φως και τη σωτήρια διέξοδο από τις ανέξοδες ανταρσίες των αιρετικών και σχισματικών ασθενών αδελφών μας: «και μέσα από όλες αυτές τις ‘έξωθεν’ και ‘ένδοθεν’ υπονομεύσεις, η ορθοδοξία τελικά διασώζεται – ή τουλάχιστον διασώθηκε επί αιώνες ως ζωντανή λαϊκή συνείδηση πιστότητας στην εμπειρία και μαρτυρία των Αποστόλων και των αγίων» (σ. 228). Θα μείνω στην τελευταία λέξη, για να αιτιολογήσω την αδιάλειπτη αναφορά μου στους σύγχρονους ηγιασμένους Πατέρες, τους οποίους μάς έστειλε τα τελευταία χρόνια ο Κύριος και ως οδοδείκτες εκκλησιολογίας. Οι άνθρωποι αυτοί αγαπούσαν την Εκκλησία χωρίς να εξέρχονται αυτής και να πηγνύουν δικά τους θυσιαστήρια. Τα άλλα όλα είναι πλάνες, δαιμονικές εξαπατήσεις και θανάσιμες αμαρτίες. Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω. 
Κ.Ν. 
15/9/2013

Viewing all articles
Browse latest Browse all 5534

Trending Articles