Σημείωση Ιδιωτικής Οδού:
Η Ιδιωτική Οδός δημοσιεύει κατ' άκραν οικονομίαν το παρακάτω κείμενο του έγκριτου θεολόγου Κώστα Νούση, που αφορά στον θεολόγο Νικόλαο Σωτηρόπουλο. Κι αυτό γιατί ο Νικόλαος Σωτηρόπουλος είναι αφορισμένος από την Εκκλησία και άρα αναλόγως πρέπει να αντιμετωπίζεται, με δεδομένη και την αμετανοησία του.
Σχίσμα, Αίρεση και Πλάνη: πνευματικά αρρωστήματα ή ψυχολογικά γεγονότα;
(με αφορμή την πάντη ακαλαίσθητη εκ μορφικής και θεολογικής επόψεως απάντηση του Ν. Σωτηρόπουλου στον Σεβασμιώτατο Σιατίστης Παύλο)
Του θεολόγου-φιλολόγου Κώστα ΝούσηΗ περίπτωση Σωτηρόπουλου θυμίζει σε πολλά εκείνη του γνωστού λαϊκού ιεροκήρυκα Απόστολου Μακράκη (+1905). Διαβάζουμε σχετικά περί της επίσκεψης της αμφιλεγόμενης αυτής προσωπικότητας στον άγιο Αρσένιο της Πάρου (+1877): «Ήρχισε να εξομολογήται, αλλ’ αντί να εξομολογηθή με ταπείνωσιν και συντριβήν καρδίας τας αμαρτίας του, ήρχισε να διηγήται ως άλλος Φαρισαίος τα κατορθώματά του και ότι ελέγχει τους αμαρτάνοντας και ιδίως τους Αρχιερείς και λοιπούς κληρικούς και τους Άρχοντας της Πολιτείας και δημοσιεύει μετά θάρρους και παρρησίας τας αμαρτίας αυτών. Ο πατήρ Αρσένιος με πραότητα και ημερότητα τώ είπεν: ‘Άκουσον τέκνον. Πρέπει να γνωρίζης ότι εις την εξομολόγησιν οι άνθρωποι ομολογούν τα αμαρτήματά των και όχι τα κατορθώματά των. Το ότι κηρύττεις καλόν και θεάρεστον εστίν, αλλά να κηρύττης μετά ταπεινώσεως και ουχί υπερηφανείας. Το δε να ελέγχης και να δημοσιεύης τα αμαρτήματα των άλλων και ιδίως των κληρικών, τούτο ου μόνον δεν οικοδομεί αλλά και κρημνίζει. Τούτο προξενεί βλάβην και εις εσέ και εις τους ακροατάς σου. Πρόσεχε σεαυτώ και αν θέλης να ωφεληθής και να ωφελήσης, να βλέπης και τα δικά σου αμαρτήματα και όχι τα των άλλων […] Αλλ’ ο Μακράκης ειρωνικώς και περιφρονητικώς απήντησεν: ‘αι μετάνοιαι είναι δια τους καλογήρους. Εγώ έχω ανώτερον και υψηλότερον έργον, τον λόγον του Θεού και να ελέγχω και να κατακρίνω τους αμαρτάνοντας’ […] Καθ’ ην ώραν ο Μακράκης ανεχώρει της Μονής, ο Π. Αρσένιος προείπεν είς τινας παρεστώτας λαϊκούς και κληρικούς: ‘να ηξεύρετε ότι ο άνθρωπος αυτός πάσχει εξ εωσφορικής υπερηφανείας, θα πέση εις πλάνας και θα προξενήση σχίσμα και βλάβην εις την Εκκλησίαν’» (αρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου, Βίος και Θαύματα του Οσίου Πατρός ημών Αρσενίου του Νέου, εκδ. Ι. Μ. Χριστού Δάσους και Αγίου Αρσενίου, Πάρος 1997, σσ. 68-70).
Είναι σαφείς οι παραλληλισμοί, αν και δεν θεωρώ ότι ο πολιός πάσχει εκ τοσούτον ισχυράς υπερηφανείας (το εύχομαι τουλάχιστον), ως επίσης νομίζω ότι τα λόγια αυτά ταιριάζουν γάντι σε άλλες σύγχρονες περιπτώσεις. Όταν τα πόδια εγείρονται κατά της κεφαλής, όταν αντιστρέφεται, μάλλον διαστρέφεται η τάξη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, όταν ο καθένας από ποιμαινόμενος μετατίθεται ιδία πρωτοβουλία στη θέση του ποιμένος και διδασκάλου, τότε τα πράγματα μιλάνε από μόνα τους. Πρόκειται για καθαρό προτεσταντισμό, ασθένεια που ο πολιός θεολόγος κόλλησε στην αδελφότητα που γαλουχήθηκεκαι την οποία μάς υποδείχνει άκων και ο ίδιος στο κείμενό του λίγο παρακάτω: «Συνέβησαν δὲ αὐτά, διότι ἄλλα μέλη ἤθελαν νὰ μεταβληθῇ ἡ Ἀδελφότης σὲ μοναστῆρι, καὶ ἄλλα ἤθελαν νὰ διατηρήσῃ τὸν ἱεραποστολικὸ καὶ ἀγωνιστικὸ χαρακτῆρα της συμφώνως πρὸς τὸ καταστατικό της». Είναι, άλλωστε, γνωστά τα δυτικόφερτα δομικά αυτά αμαρτήματα των Οργανώσεων και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ περισσότερο.
Ο γράφων σε καμιά περίπτωση δεν διακατέχεται από υποδόρια φασιστικά σύνδρομα φίμωσης του εκκλησιαστικού λόγου ή παροχής του διδακτικού τοιούτου αποκλειστικά σε Ιερείς και Επισκόπους. Δεν είναι όμως και υπέρ της όποιας αυθαίρετης και καταχρηστικής του υφαρπαγής χωρίς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις από τον καθένα. Το θαυμαστό εν προκειμένω, που συνηγορεί στην αλήθεια του πράγματος, είναι πως έχουμε μια αήθη (και πάλι, μάς έχει εξάλλου συνηθίσει σε κάτι τέτοια ο πολιός) επίθεση σε έναν διακεκριμένο σύγχρονο Επίσκοπο πάντη (άχρι στιγμής τουλάχιστον) ανεπίληπτο, σοβαρό και με αρκετή πνευματικότητα, όπως τουλάχιστον τη βλέπουν και τη θέλουν να υφίσταται όσοι ασχολούνται με την Εκκλησία κάπως πιο σοβαρά.
Η αφορμή, λοιπόν, του παρόντος στάθηκε η πρόσφατη απάντηση στον σεπτό Ιεράρχη της Σιάτιστας από τον επισήμως αφορισθέντα λαϊκό θεολόγο, που κάθε λίγο και λιγάκι «σκάει μύτη» στα διαδικτυακά παράθυρα, τρεφόμενος, ως φαίνεται, από τη δημοσιότητα. Όταν παύεις να τροφοδοτείσαι από κει που θα έπρεπε, όταν η γνήσια πνευματικότητα δεν αποτελεί τον κύριο ζωογόνο παράγοντα του ανθρώπου, είναι απόλυτα φυσικό να στρέφεσαι σε άλλες πηγές, ψυχικές και σωματικές, εκ των οποίων θα αντλήσεις την επιθυμητή ηδονή. Και τότε συμβαίνει το τραγελαφικό να βαπτίζεται ο καθαρός ψυχολογισμός πνευματικότητα και η αληθής αγιοπνευματική πενία και γυμνότητα του υποτιθέμενου βασιλέως (εδώ βλ. ομολογητού) να απωθείται με τα ψευδαισθητικά προσχήματα της αγωνιστικότητας, της αγιότητας (φευ…) και των επευφημιών από μια σέκτα θαυμαστών και χειροκροτητών, το πλείστον φονταμενταλίζουσας σύνθεσης.
Ας προχωρήσουμε, όμως, σε μια αδρομερή επισκόπηση μερικών χονδροειδών μαργαριτών που αλιεύσαμε από το τελευταίο κείμενό του. Η εισαγωγική αλαζονική προβολή του ανδρός μέσα από το ρήμα «επέκρινα» λέει από μόνη της ήδη πάρα πολλά.Περισσότερα ακόμα μαρτυρεί η επιγραφή του άρθρου (οιηματίας και υβριστής), που αν ανήκει στον ίδιο τον συγγραφέα (μάλλον η πρώτη τιτλογράφηση «ανεκδιήγητος δεσπότης» πρέπει να ανήκει στον ομώνυμο ιστολόγο) αποτελεί πρόκληση στη νοημοσύνη μας και στην ίδια την αλήθεια, εφόσον μεταγράφει και αποδίδει πονηρότατα σε άλλον τα αυτά πάθη, τα οποία χαρακτηρίζουν επακριβώς, και δη διαχρονικά, τον ίδιο, κατά το δόγμα του κρίνειν εξ ιδίων τα αλλότρια. Συνεχίζει με τη συγκριτική αναφορά στον «δυναμικό» (ως προς τι αναρωτιέμαι) Ιεράρχη των Καλαβρύτων, ξεχνώντας ίσως ότι ο εν λόγω Επίσκοπος έπρεπε προ πολλού να απολογείται στη Σύνοδο για πλείστα όσα ατοπήματά του και να υφίσταται το επιτίμιο της εν συνέσει σιωπής.
Παρά, ωστόσο, την αστεΐζουσα αντιπαραβολή του τελευταίου με τον Σιατίστης, μάς δίνει ο κ. Σωτηρόπουλος την ευκαιρία να τον αντερωτήσουμε ποια σφάλματα διέπραξε επιτέλους ο Ιεράρχης που τον «καθύβρισε».Θεολογικά; Ποιμαντικά; Κάτι άλλο; Εκτός αν επιμένει εισέτι στις φαιδρές ενστάσεις και αιτιάσεις που εξετόξευσε κατ’ εκείνου προ καιρού. Και επειδή ομιλεί για «διάφορα σφάλματά του», ήτοι πλείονα του ενός (για τη Χ.Α., αν θυμάμαι καλά, το ένα και σίγουρο), ας κάνει έναν κόπο να μας τα απαριθμήσει και πάλι, ειδάλλως πρόκειται περί αήθους και κοινής συκοφαντίας, ανεπίτρεπτης και για μη θεολόγους ακόμα, αλλά και για αλλοδόξους και αλλοθρήσκους. Σε ένα κρεσέντο αλαζονικής υποκρισίας (ή και ανοηταίνουσας εκτροπής) γράφει επί λέξει: «Kαὶ δὲν ἀπαντῶ γι' αὐτόν, διότι ἡ ἀπάντησί μου δὲν πρόκειται νὰ τὸν ὠφελήσῃ». Ας μας κάμει τη χάρη ο πολιός να μην ωφελήσει ούτε εμάς. Ας παραδεχθεί όμως μια αλήθεια: ότι απήντησε όχι για την ψευδεπίγραφη και προσχηματική ωφέλεια «των καλοπροαιρέτων», αλλά επειδή εθίγη από τα παύλεια ρήματα. Βλέπεις, αγαπητέ, δεν περνάνε σε όλους οι λεκτικές τούτες πομφόλυγες.
«Kαὶ μάθετε, δέσποτα, ὡς ἀμαθὴς στὸ Kανονικὸ Δίκαιο»: με περισσή ευγένεια, ως βλέπουμε, φιλοδωρεί παραινετικώς αγαπητικώτατα τον Σιατίστης με την απόφανση ότι δεν ισχύει ο αφορισμός του, διότι τάχα ήτο άδικος και έγινε άνευ απολογίας. Ο μέγας, ωστόσο, αυτός γνώστης του Κανονικού Δικαίου ας μας απαντήσει σε μια άλλη, δική μας απορία τούτη τη φορά: εφόσον κατηγορεί για Οικουμενισμό τον Πατριάρχη («τὸν μεγαλύτερο αἱρεσιάρχη τῶν αἰώνων» [sic!] - άραγε και των Αρείων, Νεστορίων, Απολλιναρίων…), πώς εξηγεί τη δική του πρακτική να παραδέχεται έμμεσα τον αφορισμό του από μια «οικουμενιστική Σύνοδο» και να πηγαίνει, κατά τη δική του εξάπαντος ομολογία, να κηρύττει σε Επισκοπές που κοινωνούν με τον Οικουμενικό Προκαθήμενο, άρα να συμμετέχει σαφέστατα στην εν λόγω αίρεση; Ποιος, λοιπόν, είναι εδώ ο αδαής και ο πονηρός, ει μη ο πολιός;
Και επί τη ευκαιρία, εφόσον κομπορρημονεί για την αποδοχή του εξ ενίων Επισκόπων, προκύπτουν δυο θέματα: γιατί τον αφήνουν μονάχα να κηρύττει και δεν τον κάνουν δεκτό στη μυστηριακή κοινωνία; Τι δηλοί ο μύθος; Και δεύτερον πιο καυτό: να μας τους κατονομάσει, ώστε οι αντικανονικώς πράττοντες ούτοι Επίσκοποι να κανονιστούν δεόντως υπό της Εκκλησίας. Τα κρυπτώς γενόμενα εκ του πονηρού εστί. Στη συνέχεια κατατάσσει τον κυρό Φλωρίνης Αυγουστίνο στους Πατέρες της Εκκλησίας. Με τι κριτήρια; Να μας τα πει. Άλλο κήρυκας του λόγου του Θεού, άλλο ποιμήν, άλλο εκκλησιαστικός συγγραφέας και άλλο Πατήρ. Ας προσέχουμε τι λέμε και τι γράφουμε. Εδώ διστάζουμε σύγχρονους χαρισματούχους Γέροντες να τους χαρακτηρίσουμε έτσι και υμείς το πράττετε με τόση άνεση, επειδή ήτο πνευματικός σας πατήρ;
Ας απολαύσουμε τώρα και έτερα έπεα πτερόεντα, αλλιώς λόγια του αέρα: «Eἶχα ἐπισημάνει καὶ ἀποδείξει, δέσποτα, καὶ ὡρισμένα θεολογικὰ σφάλματά σας». Θεολογικά; Ποια; Αυτές οι καταγγελίες δεν ρίπτονται τόσο αφειδώς και απερισκέπτως. Αμ και το ρήμα «αποδείξει»; Δηλαδή αναφέρεται προφανώς σε σοβαρά αιρετικά φρονήματα ή πλάνες του Σιατίστης, τις οποίες φαντασιώνεται ότι απέδειξε σαν ισχύουσες. Αναμένουμε και πάλι να τις καταγράψει και να τεκμηριώσει τα βαριά τούτα λόγια. Αλλιώς δικαίως φαίνεται να του επέρριψε ο Σιατίστης τους χαρακτηρισμούς που καταχωρεί ο ίδιος λίγο πιο πάνω στο δικό του κείμενο. «Ἀναγνωρίζουμε, ὅτι ἔχετε καλὰ στοιχεῖα. Ἀλλὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἔχετε, δὲν σᾶς σῴζουν, ἁπλῶς βελτιώνουν τὴ θέσι σας στὴν Kόλασι»: μετά την υποκριτικοτάτη και ψιλώς φραστική καλή θέληση προς τον Ιεράρχη, ακολουθεί η ρίψη στην αιώνια πυρά. Εδώ μήπως να κλάψει κάποιος ή να γελάσει; Κρείττον να προσπεράσει…
Περιμένω από καιρό κάποιες απαντήσεις ή στοιχειώδεις αντιδράσεις από τον πολιό συνάδελφο, αλλά θα επικαλείται μάλλον το επιχείρημα που στην αρχή τού υπό εξέτασιν κειμένου παραθέτει αναφορικά με τον Σιατίστης: «Πολλοὶ μοῦ συνέστησαν νὰ μὴν ἀπαντήσω στὸν Σιατίστης». Το αυτό θα ισχύει πολλώ μάλλον για τη μηδαμινότητά μου. Το ίδιο επίσης συνέβη και με τον Π. Σημάτη, τον π. Ευθύμιο κλπ. Όχι φυσικά ότι θα ανέμενα ουσιώδη διάλογο μετ’ εκείνων, αλλά πιθανότατα ένα στείρο αναμάσημα των παγιωμένων υποκειμενικών θέσεων εκάστου, πόρρω ωστόσο αφισταμένων της ορθοδόξου ακριβούς εκκλησιολογίας και πνευματικότητας. Άλλωστε, είπαμε ότι πρέπει να είμαι πολύ μικρός για τα μεγέθη αυτά, ώστε να ασχοληθούν σοβαρά μαζί μου…
Με δέος, επίσης, και περισσή λύπη προβαίνεις στην περίπτωση του Σωτηρόπουλου (και των προαναφερθέντων, ως και απάντων των την αυτήν πλάνην πασχόντων) σε μια θλιβερότατη διαπίστωση (θα χρησιμοποιούσα βαρύτερη έκφραση αλλά σέβομαι την ευαισθησία ενίων αναγινωσκόντων): της ύπαρξης μιας απύθμενης οίησης, ενός εξοργιστικότατου και αναιδέστατου εγωισμού, βλέποντάς τους, μόνους αυτούς, να βαυκαλίζονται ότι υπεραμύνονται της Ορθοδοξίας και άπαντες οι υπόλοιποι εξέπεσαν και εμιάνθησαν από την νεοφανή αίρεση του Οικουμενισμού. Αναρωτιέσαι άκρως απογοητευμένος και αγανακτισμένος: η προκλητική τους αυτή και αήθης (πολυτρόπως και πολυμερώς) αηδής στάση γιατί δεν βρήκε στην πρόσφατη εκκλησιαστική ιστορία μιμητές σοβαρά, εχέφρονα και ηγιασμένα πρόσωπα; Μα όλοι τους οι εν λόγω κύριοι σε τελική ανάλυση είναι υπεράνω των σύγχρονων Γερόντων (το ελάχιστον); Δεν ντρέπονται λιγάκι;
Δεν αισχύνεται ο πολιός εν προκειμένω να διατείνεται ότι είναι ορθοδοξότερος των Παϊσίου, Πορφυρίου, Σωφρονίου, Ιακώβου, Φιλοθέου και τόσων άλλων που ποτέ δεν αφωρίσθησαν ούτε απετειχίσθησαν; Ή μήπως κατήντησε η στάση των σύγχρονων «προμάχων και προυχόντων» της πίστης κοινή ξιπασιά, χρήζουσα παντελούς απαξίωσης και αδιαφορίας; Δεν προτίθεμαι να συνεχίσω τις παραινέσεις της κοινής λογικής και της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας στον κ. Σωτηρόπουλο. Αδελφικά, έστω φιλικά, τού απευθύνω έκκληση σύνεσης και μετανοίας. Επαναλαμβάνω την προειδοποίηση του αγίου Αρσενίου στον Μακράκη: «πρόσεχε σεαυτώ». Πάψε να ακούς τα άσκεπτα, αμαθή, ημιμαθή και πωρωμένα παπαγαλάκια και τους χειροκροτητές της κακότητας, που σου εφυσίωσαν τον νου και σου εξύφαναν μια ανυπόστατη υπεραξία γέμουσα υπερηφανείας, της συνιστώσας τη μέγιστη πνευματική μοχθηρία. Λυπήσου τον εαυτό του και σπεύσε να αποκαταστήσεις τις σχέσεις σου με την «οικουμενιστική» μας Εκκλησία, από την οποία δεν τόλμησαν να εξέλθουν τόσοι και τόσοι σύγχρονοι Άγιοι. Ούτε και ο ίδιος ο Φλωρίνης Αυγουστίνος, ον επικαλείσαι για πνευματικό σου πατέρα. Ειδάλλως, θα βάλεις σε περιπέτειες την ψυχή σου και «αδόκιμος» θα πάθεις αυτό που φοβόταν ακόμα και ο μέγας Παύλος (Α’ Κορ. 9:27).
Ποτέ η Εκκλησία μας δεν ήταν ένα καθίδρυμα ή ένα νομικό πρόσωπο που ρυθμίζεται με τους ιερούς Κανόνες, όπως τους χρησιμοποιούν και τους βλέπουν οι σύγχρονοι ιουδαΐζοντες και φαρισαΐζοντες (του πατρίου ή μη) αποτειχισθέντες. Ούτε εγώ προσωπικά αρέσκομαι να βλέπω το Πηάλιο ωσεί έναν άκαμπτο δικανικό κώδικα επιβολής κυρώσεων και προσμέτρησης ορθοδοξότητας. Τοιουτοτρόπως, δεν (θέλω να) βλέπω τον αφορισμό του αδελφού με τέτοια γυαλιά, αλλά και συνάμα θα έτρεμα την απόφαση μιας Μείζονος (έστω και υπερατελούς, όπως οι λυκόφιλοι του πολιού αρέσκονται να τη λοιδορούν, στο επίπεδο σχολιαρόπαιδων εξάπαντος) Συνόδου. Παρατηρώ, αντιθέτως, μια παράλογη επιθετικότητα, μια επί πάντων και παντός άλογη ελεγκτικότητα, μια έκνομη υβριστικότητα και μια ανάγωγη εγωτικότητα στον θεολόγο αυτόν, που αν μη τι άλλο παραπέμπουν σε πνεύμα πλάνης και ακαταστασίας. Οπότε εκ των πραγμάτων συνάγεται πως η «άδικη» κατ’ αυτού συνοδική απόφαση ανταποκρίνεται στη βαθιά ασθένεια του πνεύματός του και δεν ήταν τόσο λαθεμένη τελικά ή ίσως και στην πορεία να δικαιώθηκε με την απαράδεκτη και αμετανόητη στάση εκείνου. Άλλωστε, είναι γεγονός ότι η αίρεση, το σχίσμα και η κάθε μορφή πλάνης δεν είναι πρωτίστως, προπαντός και ουσιωδώς λέξεις, αλλά πράγματα. Και με λύπη βαθιά βλέπουμε τα γεγονότα να μιλούν από μόνα τους…
Έκλεψα κάπως παραφράζοντας τον τίτλο του μνημειώδους έργου του π. Βασιλείου Θερμού (η Ιερατική κλίση ως ψυχολογικό γεγονός) για να τον επεκτείνω, δραττόμενος των συγκυριών, προσαρμόζοντάς τον στους σημερινούς αποτειχισθέντες και στον πολιό. Οι ψυχικές διεργασίες πολλές φορές, και δη οι ασύνειδες, προτρέχουν ή διαλανθάνουν με τόση μαεστρία την προσοχή (άλλως τη συνειδητότητα) τινών, οι οποίοι συγχέουν τα όρια του βεβλαμμένου ψυχολογισμού μετονομάζοντάς τον υγιή ή, το πιο φοβερό, διακριτή ή υπεροχική έναντι των πολλών πνευματικότητα. Η δυσκολία ή η απογοήτευση από επιθυμητά και μετρήσιμα αποτελέσματα στην πνευματική ζωή και, όπερ το πιο σύνηθες, η εσφαλμένη σε αυτήν χρόνια πορεία και φαντασιακή της αυτοθεώρηση ως γνησίας, αφήνουν τεράστια και δυσαναπλήρωτα κενά, τα οποία σπεύδουν οι εγωτικοί σκοτεινοί αθέατοι ψυχολογικοί μηχανισμοί να επικαλύψουν με καταφανέστατα ψευδείς τρόπους, τους οποίους εκμεταλλεύεται και διογκώνει το «ταγκαλάκι».
Η απουσία ορατών κατοχυρώσεων σωτηρίας και η επιθυμία λήψης «πνευματικής ηδονής» οδηγεί άφευκτα σε υποκατάστατα και αναλγητικά φαντασιοκοπήματα, τα οποία με τη σειρά τους γεννούν ψυχοπάθειες πάσης φύσεως, «βλαμμενιάσεις» κάθε μορφής (μια απλή ματιά στην περίπτωση Πανταζή είναι υπέρ το δέον πειστική, ως και στον φιλοξενούντα εκείνον βοθρόστομο ιστολόγο) και σε μερικές περιπτώσεις δαιμονισμούς ξεκάθαρους (όχι ότι στα προηγούμενα δεν έχει την ουρά του μέσα ο αρχέκακος). Η ειδωλική προσωπολατρία, οι σχισματικές ομαδοποιήσεις και περιχαρακώσεις, η υποχόνδρια κατασκευή και έμμονη αναζήτηση αιρέσεων και εκπτώσεων της πίστης και το φυσικώς εξ αυτών απορρέον κυνήγι μαγισσών και αιρετιζόντων (αληθινών ή και μη), η αίσθηση της καθαρεύουσας μοναδικότητας μέσα από την προάσπιση δογματικών ακριβειών σε λεκτικό εξάπαντος επίπεδο, είναι μερικά από τα πολλά φθηνά υποκατάστατα στα οποία ξεπέφτει το εσωτερικό ψεύδος των σεκτοποιημένων μονάδων που αφίστανται από την Εκκλησία. Μέσα από τις νόθες αυτές επικυρώσεις και αλληλολιβανιστικές προσυπογραφές της επιτυχημένης και «ανώτερης» χριστιανικής τους ζωής, οι άνθρωποι αυτοί υποσταζιάζουν ψευδεπιγράφως και άνευ θεοπρεπούς αντικρίσματος ποικίλα ψυχολογικής υφής σύνδρομα, βαπτίζοντάς τα με όρους ορθοδοξίας και ορθοπραξίας. Αλλά δεν πρόκειται παρά για καθαρούς φονταμενταλισμούς, άκοσμους και αθέμιτους ζηλωτισμούς και πολλές φορές για φαιδρότητες και γελοιότητες που κυριολεκτικά «κάνουν μπαμ». Η απορία του γράφοντος είναι πώς καταδέχονται οι ευφυέστεροι και εχέφρονες (κατά πλεοναστικό παραλληλισμό) εν αυτοίς, και δη οι ταγοί τους, να εκτίθενται από τα έκτροπα που βροντοφωνάζουν την υπερχειλίζουσα ψυχοπάθεια, ανοησία, βλακεία (όρος δικός τους) και, το χείρον, κακότητα και απουσία αγάπης των θλιβερών αυτών συνανθρώπων μας. Να το πω πιο ξεκάθαρα, μάλλον ευθέως: είναι άραγε στοιχειωδώς χριστιανοί οι τύποι αυτοί; Η απάντηση είναι γνωστή σε όλους και φυσικά και στους ίδιους…
Παράλληλα σχήματα και βίοι απαντώνται ευδιακρίτως στους ανθρώπους αυτούς και στις ομάδες που συστήνουν: όπως και εκείνοι «στο πάτριο», αρέσκονται να μιλάνε για οικουμενισμούς, αντιχρίστους, πολέμους, καταστροφές. Πού χώρος για τον Χριστό;Πού αγάπη για τον Κύριο και τον πλησίον αδελφό (ούτε καν λόγος για τον εχθρό…); Είναι καταγεγραμμένη η χαρά του π. Πορφυρίου, όταν έμαθε ότι ο Προηγούμενος της Σιμωνόπετρας π. Αιμιλιανός δεν ήθελε να μιλάει για τον αντίχριστο, αλλά μόνο για τον Χριστό, όπως και ο ίδιος. Οι «κύριοι» αυτοί όμως (διότι εύκολα το ξεχνάνε και εκπίπτουν συχνά από αυτήν την ιδιότητα) δεν θέλουν να μιλάνε για τον Χριστό και να ασχολούνται με τον Κύριο, προφανώς διότι τον έχουν σαν πρόσχημα και προπέτασμα των αρρωστημένων τους προθέσεων’, δηλονότι να ξεβράζουν τα πάθη τους προς πάσα κατεύθυνση και επιτιθέμενοι απλά να αυτοεκτίθενται. Έτσι ενασχολούνται (ανακαλύπτοντας ή εφευρίσκοντας με άκρα επιτηδειότητα) αποκλειστικά με εχθρούς της πίστεως, ενώ ο πραγματικός πολέμιος έχει φωλιάσει εν αυτοίς και μειδιά πανευτυχής. Την ίδια δε ώρα με τις πράξεις τους δυσφημούν την Εκκλησία και ωθούν τον ήδη εκκοσμικευμένο άνθρωπο της μετανεωτερικής εποχής πιο βαθιά στον αγνωστικισμό του, στην αθεΐα του και στην πολυεπίπεδη σύγχυσή του.
Ας ευχηθούμε τη μετάνοια του ανδρός. Την επανένταξη στην Εκκλησία. τον επανεγκεντρισμό του στο Σώμα του Κυρίου. Ας γίνει παράδειγμα ταπείνωσης και ανωτερότητας στους σύγχρονους και στους επιγενόμενους. Ας αναμνησθεί των αναρίθμητων περιπτώσεων Αγίων που ταπεινώθηκαν αναγνωρίζοντας και διορθώνοντας τα λάθη τους. Και τότε το μέχρι σήμερα έργο του θα λάμψει έτι φαεινότερον και διαυγέστερον. Να πάψει να ακούει τους αγιόσχημους και άσχημους κόλακες του ψεύδους που τον κατακρημνίζουν σε φαντασίες και αιθεροβασίες. Ας πάψει επιτέλους να δικαιώνει μόνος του τον εαυτό του σαν τον μέγιστο αντιαιρετικό της εποχήςκαι ας αναμένει τη δικαίωση εκ μόνου του Θεού και της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ούτε ο Χριστός δεν δικαίωνε τον εαυτό του (Ιω. 5:31). Εμείς ποιοι είμαστε; Εύχομαι να σταματήσει να άγεται και να φέρεται πλανών και πλανώμενος (B΄ Τιμ. 3:13). Να προκρίνει με κάθε κόστος τη θεαρέσκεια από την ύπουλη και λεπτότατη ανθρωπαρέσκεια (Ιω. 5:44). Το εύχομαι από καρδιάς. Ποτέ δεν είναι αργά. Άλλωστε, τα επιλογικά του λόγια προς τον Ιεράρχη της Δυτικής Μακεδονίας ταιριάζουν γάντι στον ίδιο και μάλλον προς τα εκεί θα ήθελε να τα απευθύνει η ψυχή του παρά τη λοξοδρόμηση που υπέστησαν εκ της παρεμβολής των παθών: «Γιὰ νὰ σωθῆτε, προπάντων καὶ κυρίως εἶνε ἀνάγκη ν' ἀποβάλετε τὴν οἴησι, νὰ ἐνδυθῆτε τὴ χρυσῆ στολὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, νὰ ἐγκολπωθῆτε τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία πλατύνει τὴν καρδιά, ὥστε νὰ χωρῇ καὶ τοὺς ἐχθρούς».
Ίσως παρεξηγήσουν και πάλι οι περισσότεροι (κυρίως δε οι μυγιαζόμενοι) και την παρούσα παρέμβαση σαν αντεκδίκηση και σαν πεφυσιωμένη αντίδραση σε επί προσωπικού επιθέσεις. Οφείλω να διευκρινίσω, όμως, πως πρόκειται απλά για θεολογικό λόγο. Και δη ορθόδοξο. Η δίκοπη μάχαιρά του δεν έχει μονάχα το στοιχείο του ελέους και της γλυκύτητας, αλλά και εκείνο της δριμύτητας, της οξύτητας του προφητικού ελέγχου και της δικαιοσύνης, τα οποία, ωστόσο, παρά την τραχύτητα της φαινομενολογίας τους ενεργούνται υπό το μυστήριο της αρρήτου θείας αγάπης. Ο τίμιος και ησύχιος (δομικά στοιχεία εξάπαντος) φορέας του θεολογικού λόγου πρέπει να εμφορείται από το πνεύμα της ταπείνωσης και της συγχωρητικότητας. Λοιδορούμενος ουκ αντιλοιδορεί, πάσχων ουκ απειλεί (Α΄ Πέτρου 2:23). Επαναλαμβάνω ότι δεν έχω κάτι προσωπικό με τον πολιό ούτε με κανέναν εκ των υπολοίπων. Εκχωρώ το δικαίωμα στην ψευδαίσθηση τoυ ανίκητου στη βλακεία (και στην πλάνη προσθέτω με τη σειρά μου) και στους φορείς τους.Θα παραμείνω, παραταύτα, αισιόδοξος θεατής των μελλόντων, αναμένων τη μετάλλαξη της οιασδήποτε «αλλοφροσύνης» χάρη στη βαθιά πίστη των χριστιανών στη θαυματουργική δύναμη και πρόνοια του Κυρίου. Ήδη, άλλωστε, σύμφωνα με προσωπικές μου διαπιστώσεις και πληροφορίες, στους εν λόγω χώρους και στα ενεχόμενα πρόσωπα άρχισαν να συντελούνται θαύματα…
Κ.Ν.
5/9/2013