Quantcast
Channel: Ιδιωτική Οδός
Viewing all articles
Browse latest Browse all 5529

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ "ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ" (Μέρος Β')

$
0
0

Η πλάνη της σύγχρονης Αποτείχισης 
(υπό την αγιοπνευματική ιεροκανονική ερμηνευτική ματιά του γέροντος Επιφανίου Θεοδωρόπουλου) 
Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση 
ΜΕΡΟΣ Β' 

ΣΤ. Η δυνατότητα οικονομίας σε θέματα πίστεως 
Άφησα το καλύτερο και πιο σκανδαλώδες του πατρός Επιφανίου για το τέλος. Όλοι οι αποτειχισθέντες έργοις, διαθέσεσι, δυνάμει ή και ενεργεία, καταλύουν όλα τα προηγούμενα επιχειρήματα και τα ακυρώνουν βάσει της απαρέγκλιτης γι’ αυτούς αρχής ότι χωρεί παντού οικονομία, παρεκτός των θεμάτων πίστεως, οπότε δεν γίνεται να ανεχθούν την αίρεση του Οικουμενισμού ως μείζονος θέματος δογματικής παραχάραξης. Και όμως! Σύμφωνα με τον γέροντα Επιφάνιο, μάλλον με την εκκλησιαστική ιστορία και την πράξη των Αγίων του παρελθόντος, ακόμα και εκεί χωρεί οικονομία! Ακούγεται απίστευτο και όμως είναι αληθινό. Και δεν το λέω αυτό εγώ, αλλά ο γίγας του Κανονικού Δικαίου π. Επιφάνιος. 
Ας τον ακούσουμε λοιπόν. Αναφερόμενος σε ένα σχετικό χωρίο του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (πόσο αλήθεια ταλαιπωρείται σήμερα ο άγιος αυτός από τους κατά δόκησιν ερμηνευτές του) γράφει: «αντιθέτως προς σε ο άγιος Θεόδωρος διακηρύσσει, ότι χωρεί και εις την περιοχήν του δόγματος οικονομία, άλλοτε καιρική και άλλοτε διηνεκής. Αυτή είνε η πραγματικότης, αγαπητέ, και μη αγωνίζου να φανής πατερικώτερος των Πατέρων» (σ. 143). Σαν να απευθύνεται σε σημερινούς αντιοικουμενιστές ο Επιφάνιος. Φοβερό! 
Θα απορήσει ευλόγως κάποιος και θα αναρωτηθεί αν στόχος του γράφοντος είναι η επικρότηση του δογματικού μινιμαλισμού και η ενδοτικότητα σε θέματα οικουμενισμού. Κάθε άλλο και εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Αναφέρει στην επιστολή του αυτή ο άγιος Θεόδωρος: «τῶν οἰκονομιῶν αἱ μὲν πρὸς καιρὸν γεγόνασι παρὰ τῶν Πατέρων, αἱ δὲ τὸ διηνεκὲς ἔχουσιν […] Ἅ μέχρι τινὸς καιροῦ γινόμενα, οὐδὲν ἔχει τὸ μεμπτόν». Βλέπουμε τη δομική αρχή της Οικονομίας να εφαρμόζεται εν προκειμένω και επί θεμάτων πίστεως και δη από έναν τόσο αυστηρό σε τέτοια ζητήματα Πατέρα. Λέει σε άλλη του επιστολή ο π. Επιφάνιος αναφερόμενος ειδικότερα στο επίμαχο και σήμερα ζήτημα του Παπισμού: «ευρίσκει φυσικόν πράγμα ο κ. Κ. το γεγονός ότι επί αιώνας ‘ηνείχετο η Εκκλησία τον Παπισμόν’[…] Ώστε ομολογεί ο κ. Κ. ότι επί αιώνας ηνείχετο η Εκκλησία τον Παπισμόν, παρά τας αιρέσεις αυτού! Και ίσως να ηνείχετο αυτόν ακόμη περισσότερον, κατά τον κ. Κ., αν δεν εμεσολάβει η κατάθεσις του αναθέματος! Δια τον Πατριάρχην Αθηναγόραν (σ.σ. εδώ Βαρθολομαίον) όμως δεν επιτρέπεται ουδεμία ανοχή!» (σ. 181). Και σε άλλα σημεία αναφερόμενος στους ρωμαιοκαθολικούς ο π. Επιφάνιος τονίζει την ύπαρξη εν αυτοίς Χάριτος και κανονικότητος παρά την παρουσία σε αυτούς αιρέσεων (ως του Filioque) χάρη στην οικονομική ανοχή της σύνολης Εκκλησίας προς εκείνους. Επί λέξει καταγράφει: «ερωτώμεθα αν η Λατινική Εκκλησία προ του Σχίσματος ήτο Εκκλησία ζώσα. Μάλιστα, κύριε, ήτο ζώσα! Ασθενής μεν, αλλά ζώσα […] Πότε ενεκρώθη; Ότε εχωρίσθη από της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και διέκοψε την μετ’ αυτής κοινωνίαν! […] Ορθότατα εν προκειμένω εγράφη υπό τινος ότι ‘ο Παπισμός απέκοψε μόνος του τον εαυτόν του από την Εκκλησίαν με το ανάθεμα που απέθεσε επάνω στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας’» (σσ. 193-194). Τουτέστιν ο γέρων Επιφάνιος, εκφράζων άριστα την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, θεωρεί ότι παρά την ύπαρξη αίρεσης στους Λατίνους είχαν Χάρη όσο καιρό δεν είχαν αυτοαποκοπεί της κανονικής κοινωνίας με τους λοιπούς Ορθοδόξους. 
Θα κλείσω την αναφορά μου στο θέμα μέσα από μια παράθεση από τον μακαριστό αρχιμανδρίτη ενός κειμένου του ιερού Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, καταλυτικό και καυστικότατο κατά των υπερζηλωτών, το οποίο μάλιστα ο ίδιος χαρακτηρίζει πορτραίτο των «ζηλούντων οὐ κατ’ επίγνωσιν». Ο ιερός Θεοφύλακτος φαίνεται να αποδέχεται οικονομικώς διάφορα λατινικά έθιμα (π.χ. άζυμα, νηστείες κλπ.) με στόχο τη σωτηρία των Ρωμαιοκαθολικών και την επάνοδό τους στην Εκκλησία (σ. 153-156). Σχολιάζει μάλιστα εμφατικά ο π. Επιφάνιος: «τι θα πράξης νυν, αγαπητέ π. Θ.; Θα υπομείνεις τον ιερόν Θεοφύλακτον, ανεχόμενον εν υπερβολή οικονομίας και αυτά τα άζυμα των Λατίνων κ.τ.τ. […] ή θα αποκηρύξης αυτόν ως αμαθή ή ως προδότην;». 
Με όλα τα παραπάνω ποσώς ο π. Επιφάνιος και ο γράφων δεν έχουν σκοπό να προωθήσουν συμβιβασμούς σε θέματα δόγματος ή να αφήσουν να εννοηθεί ότι η Λατινική Εκκλησία είναι ζώσα και άμοιρη πλανών και αιρέσεων. Τουναντίον, θέλουν να γίνει κατανοητό πως θέματα όπως οι σημερινές συλλειτουργικές και συμπροσευχητικές ενέργειες και επίσημες ανακοινώσεις αμφίσημης ερμηνείας και δογματικής ακριβείας δεν είναι ικανές αιτίες και αφορμές απόσχισης από το Ένα Σώμα του Χριστού. Είναι πράγματα προς συζήτηση και επιβεβλημένη Συνοδική εξέταση, ανήκοντα κυριότατα στη δικαιοδοσία των Επισκόπων και όχι του λαϊκού στοιχείου ή ενίων κληρικών και μοναχών (σ.σ. αλλά και όχι μόνον των Επισκόπων…). 
 Ζ. Διάλογοι εν αγάπη: καθήκον των Επισκόπων και της Εκκλησίας 
O π. Επιφάνιος παραπέμπει σε απόσπασμα της «Ποιμαντικής» του αγίου Νεκταρίου: «αι δογματικαί διαφοραί, ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως, αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον• το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην• η δε αγάπη χαρίζεται τω δόγματι, διότι πάντα στέγει, πάντα υπομένει• η χριστιανική αγάπη εστίν αναλλοίωτος, δι’ ο ουδ’ η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται ν’ αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα. Δια της αγάπης εστί λίαν πιθανόν να ελκύση προς εαυτόν και την εξ εσφαλμένης περιωπής κρίνουσαν δογματικόν τι ζήτημα ετερόδοξον εκκλησίαν. Η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινος διαφοράς πρέπον να θυσιάζεται […] Ο μη αγαπών τους ετεροδόξους επίσκοπος, ο μη και υπέρ αυτών εργαζόμενος, από ψευδούς κινείται ζήλου και εστερημένος εστίν αγάπης […] Τα της πίστεως ζητήματα ουδ’ όλως δέον εστί να μειώσι το της αγάπης συναίσθημα. Οι διδάσκαλοι του μίσους εισί μαθηταί του πονηρού, διότι εκ της αυτής πηγής, δεν εξέρχεται γλυκύ και πικρόν. Ο διδάσκαλος της αγάπης οίός εστιν ο επίσκοπος, δεν δύναται να μη αγαπά, αδυνατεί δε όλως να μισή» (σ. 226-227).
Άλλωστε και ο ίδιος ο π. Επιφάνιος σημειώνει αλλού με νόημα: «είνε ύψιστον ποιμαντικόν χρέος των Λειτουργών της Εκκλησίας η περί των αιρετικών, δηλαδή η περί μεταστροφής των αιρετικών, μέριμνα και φροντίς […] Ποιμήν αδιαφορών παντελώς δια τους αιρετικούς και αποφεύγων να διαλεχθή μετ’ αυτών και να νουθετήση πατρικώς αυτούς, είνε ανάξιος της εαυτού αποστολής (πρβλ. και Κανόνας 99, 131, 132 της εν Καρθαγένη Συνόδου)» (σ. 233). 
Θεωρώ περιττό τον παραπέρα σχολιασμό των παραπάνω θέσεων. Να πω μονάχα πόσο αδικούμε την Εκκλησία και τους Προεστώτες της στην ποιμαντική φροντίδα της έλξης των πεπλανημένων στον μοναδικό σωτήριο τόπο της. Αν βλέπαμε με το παραπάνω πνεύμα του αγίου Πενταπόλεως και του αγιασμένου π. Επιφανίου τα πράγματα, τότε θα κατανοούσαμε πολύ περισσότερο τη στάση και τις φαινομενικές «υποχωρήσεις» των Ποιμένων χάριν της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου (Α’ Κορ. 9:22). Το θέμα όμως είναι: θέλουμε ή, καλύτερα, μπορούμε να δούμε με την αγιοπνευματική διάκριση εκείνων τα ως άνω ζητήματα; Φυσικά, να διευκρινίσουμε εν προκειμένω πως σε καμιά περίπτωση δεν εννοούν οι Άγιοι αυτοί υποχώρηση σε θέματα πίστεως και εκπτώσεις στην περιοχή του δόγματος. Άλλωστε, μια προσεχτική ανάγνωση και τούτων μόνον των ελάχιστων αποσπασμάτων από τα γραφόμενά τους είναι ενδεικτική του πνεύματός τους, που δεν είναι άλλο από αυτό του «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Εφ. 4:15). 
 Η. Ερωτήσεις και προτάσεις στους σύγχρονους δυνάμει και ἐνεργείᾳ αποτειχισθέντες 
Υπάρχει μια σειρά (ρητορικών μονάχα για εκείνους που θέλουν να κρύβονται από εαυτούς και αλλήλους) ερωτήσεων, που χρήζουν απάντησης εκ μέρους των σημερινών «αντιιουμενιστών» και εν γένει ζηλωτών. Έχουμε δυστυχώς καταγάγει την εκκλησιολογία σε επίπεδα ελεύθερης και κατά το δοκούν προσωπικής ερμηνείας εκάστου, ενώ πρόκειται σαφέστατα για θέματα καθαρά δογματικά. Ρωτάμε επομένως: 
• Μπορεί να τελεστεί Θεία Λειτουργία άνευ μνημονεύσεως του Τοπικού Επισκόπου; Αν ναι, είναι έγκυρη και με ποιες προϋποθέσεις; 
• Μπορεί ο αποτειχισθείς Κληρικός να αποχωρήσει οικειοθελώς από τον Επίσκοπό του και να προσχωρήσει αυτοβούλως σε έτερο ή και σε όποια Επισκοπή της υφηλίου επιλέξει; 
• Πότε σε τελική ανάλυση θεωρείται έγκυρη μια «άδικη» εκκλησιαστική απόφαση; Μπορεί ο καθένας να την απορρίπτει κατά την ελεύθερη ερμηνεία ή το κατά δόκησιν συμφέρον του; 
• Αν όχι, αμαρτάνει σεβόμενος την απόφαση και αγωνιζόμενος με κάθε άλλο νόμιμο και θεμιτό μέσο να την ανατρέψει; 
• Εφόσον συνοδικώς άχρι τούδε δεν καθηρέθησαν επί Οικουμενισμώ οι διάφοροι συμμετέχοντες σε συμπροσευχές και διαλόγους Ποιμένες μας, εμείς μολυνόμαστε από την μετ’ αυτών κοινωνία; 
• Είναι μολυσμένη η καθόλου Ορθόδοξη Εκκλησία από την παραπάνω αίρεση; Αν ναι, σε ποιο σημείο υπάρχει καθαρότητα και με ποιον τρόπο και από ποιους θα αρχίσει η εκκλησιαστική θεραπεία; Ποιοι είναι και πώς ορίζονται οι «κεκαθαρμένοι» εκ της νόσου ταύτης κληρικοί και λαϊκοί; 
• Πώς γίνεται αποτειχισθέντες Κληρικοί και Λαϊκοί να ακολουθούν το Νέο Ημερολόγιο; Εφόσον ισχυρίζονται ότι εν αυτοίς θεραπεύουν εκκλησιολογικώς τον Οικουμενισμό, γιατί δεν το πράττουν επανερχόμενοι στο πάτριο εορτολόγιο; Σε κάθε περίπτωση, πώς μπορούν εδώ να αποδέχονται την οικονομική ανοχή του Νέου Ημερολογίου και ταυτόχρονα να απορρίπτουν τις «οικουμενιστικές» ενέργειες των σημερινών Ιεραρχών; Εκτός αν δεν θεωρούν οικουμενιστικογενή την εορτολογική μεταβολή, οπότε θα πρέπει και να μάς το αιτιολογήσουν επαρκώς. 
• Οι σύγχρονοι άγιοι γέροντες (τουλάχιστον κατά την πλειοψηφία των ορθοδόξων πιστών) δεν είναι μιασμένοι και αυτοί από την οικουμενιστική αίρεση; 
• Τα χαρίσματα των ανδρών αυτών, αλλά και πάσα θαυματουργία εντός της Εκκλησίας (λείψανα, εικόνες κλπ.) πώς εξηγούνται; 
• Αν δεν ενεργεί σε όλα αυτά η Χάρη του Θεού, τότε τι ακριβώς συμβαίνει; 
• Αν όμως όντως ενεργεί και η Εκκλησία είναι ζώσα, πώς μερικοί αποσχιζόμενοι αποτειχίζονται εξ αυτής; Και αν το κάνουν, πού ακριβώς πηγαίνουν και με ποιους συντάσσονται; 
• Αν οι γεροντάδες τούτοι θεωρηθούν ηγιασμένοι και έμπλεοι χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, γιατί όντες στις ίδιες με μας εκκλησιαστικές συνθήκες δεν απετειχίσθησαν ωθούμενοι υπό σχετικής «πληροφορίας» του Αγίου Πνεύματος; 
• Οι τολμώντες ή και σχεδιάζοντες τη σημερινή αποτείχιση δεν θέτουν εξάπαντος εαυτούς υπεράνω των διακριτικών αυτών Γερόντων; 
• Πιο απλά, πέρα από ελεγχόμενες ερμηνείες των Κανόνων, της Γραφής, των Πατέρων και της εκκλησιαστικής ιστορίας, πού αλλού ερείδονται στις αποσχιστικές τους τάσεις και πράξεις οι σύγχρονοι ρασοφόροι και λαϊκοί; Είναι και κατά πόσο σίγουροι ότι τα ενεργήματά τους είναι σύμφωνα προς το θέλημα του Θεού και ουχί αμαρτήματα; 
Σημειώνω εδώ πως, όπως θα έγινε αντιληπτό, η φαινομενικά υπερβολική εκ μέρους μας κατά το παρελθόν χρήση των σύγχρονων Αγίων (Πορφυρίου, Ιακώβου, Παϊσίου κλπ.) δεν γίνεται με καμιά διάθεση γεροντολαγνίας, αλλά θεωρώντας τους ορατά, αισθητά και άμεσα κριτήρια περί μιας ορθής εκκλησιολογικής τοποθέτησης στις πονηρές εποχές μας. Και μια που μιλάμε για το φαίνεσθαι, βλέπουμε πόσο προσεχτικοί πρέπει να είναι όλοι τους και πολύ περισσότερο οι έχοντες ποιμαντική διακονία ακόμα και σε απλές εκφράσεις, διότι η δύναμη του λόγου είναι τεράστια και επέχει πολλάκις θέση πράξης. Το λέω έχοντας κατά νου τη δίκαιη επίκριση που δέχονται νυν κληρικοί της Μητρόπολης Πειραιώς περί της κανονικότητος του πρ. Ράσκας, εφόσον κατά το παρελθόν τον προσφωνούσαν με τον επισκοπικό τίτλο που έφερε προ της καθαίρεσής του, αναγνωρίζοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς το ανυπόστατο της καταδικαστικής του απόφασης και προφανώς την εν αυτώ παραμένουσα κανονικότητα. 
Το θέμα της Εκκλησιολογίας είναι και δογματικό και άμεσα πνευματικό. Δεν είναι πολυτέλεια ούτε χώρος πειραματισμών, πολλώ δε μάλλον αυθαίρετης και επιλεκτικής ερμηνείας εκάστου.Ως πολλάκις είδαμε να επαναλαμβάνει ο π. Επιφάνιος, αυτά είναι καθαροί προτεσταντισμοί και ας πάψουν οι ζηλωτές να διατείνονται το ακριβώς αντίθετο περί της γνήσιας και ακραιφνούς ορθοδοξίας τους. Επίσης να επισημειώσω ότι δεν πρέπει να θαυμάζουμε την παράθεση αγιογραφικών και πατερικών χωρίων από διαφόρους και να τους θεωρούμε μεγάλους θεολόγους ή αγίους με τόσο επιδερμικά κριτήρια.Πολλές φορές οι ίδιοι συλλαμβάνονται αδαείς σε θέματα εκκλησιολογικά, τα οποία είναι προπαντός ζητήματα χρήζοντα ορθής (και όχι ορθολογιστικής ή φιλολογικής) ερμηνείας και ορθόδοξης πνευματικότητας, μακριά από υποδόριες και εμφανείς πλάνες, απορρέουσες όλες τους ανεξαίρετα από τη μήτρα της υπερηφανείας, της συνιστώσας τη χείριστη πτώση και αμαρτία. Σε απόδειξη των λεγομένων μου, τουλάχιστον για τους εν αγνοία και καλή προαιρέσει όντας, προτείνω μια απλή επίσκεψη σε ιστολόγια, μάλλον βοθρολόγια, στα οποία είναι πεντακάθαρη η δαιμονική επιθετικότητα μέσα από τις χυδαίες και βωμολοχικές ιεροκατακρίσεις τους, που μαρτυρούν όχι απλά για την απουσία αγάπης, αλλά και για μίσος άλογο και παράλογο. Ποιος άραγε να κρύβεται εδώ; Μήπως εν προκειμένω θυμόμαστε τα προαναφερθέντα λόγια του αγίου Νεκταρίου ότι «οι διδάσκαλοι του μίσους εισί μαθηταί του πονηρού, διότι εκ της αυτής πηγής, δεν εξέρχεται γλυκύ και πικρόν»; 
Ας κλείσω με συμβουλές προς τους εν Χριστώ αδελφούς μέσω του π. Επιφανίου, ο οποίος μάς διδάσκει έτι και έτι, πολυγραφότατος ων, αλλά και προσεύχεται για όλους με παρρησία στον θρόνο του Κυρίου: «όσον ευκόλως δημιουργείται εν σχίσμα, τόσον δυσκόλως καταπαύεται. Ανάγνωθι την ιστορίαν της Εκκλησίας και θα σε καταλάβη τρόμος. Νομίζεις ότι είνε εύκολον να κρατήσωμεν μέχρι τέλους εις πειθαρχίαν το ρεύμα; Καλόν είνε να μη ανοίξωμεν τα στόμια του φράγματος […] Όταν εκκαύσωμεν τον φανατισμόν του όχλου (η δ’ έκκαυσις είνε αναγκαία προς δημιουργίαν και διατήρησιν των σχισμάτων), είνε αδύνατον έπειτα να επιβάλωμεν τάξιν» (σ. 165). Και κάτι ακόμα συναφές: «ας μη έχωμεν όμως τόσον εύχρηστον τον χαρακτηρισμόν της προδοσίας… Ας μη κατεχώμεθα υπό μανίας να ανακαλύπτωμεν πανταχού προδοσίας και προδότας της Παραδόσεως. Αδελφέ Αλέξανδρε, ‘μὴ σοφίζου περισσά, μήποτε ἐκπλαγῇς’! (Εκκλ. 7:16)» (σ. 189). 
Συνετές φωνές μεγάλου ανδρός, πόρρω απέχουσαι πλείστων όσων σημερινών, ουχί μόνον ελαφρότητι γενομένων, αλλά και δαιμονιώδει κακότητι και σκαιότητι πολλάκις! Ο ίδιος ο Επιφάνιος αν έβλεπε τα τωρινά, μάλλον θα επανελάμβανε ότι «κατόπιν των ως άνω, ποίος έχει δικαίωμα να διαρρηγνύη τους μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος (σ.σ. και του Πατριαρχείου) κανονικούς δεσμούς, χωρίς να καθίσταται ΥΠΕΡ -Εκκλησία; Αλλ’ εκείνος ο οποίος καθίσταται ΥΠΕΡ –Εκκλησία, τίθεται απλώς εκτός Εκκλησίας, δηλαδή γίνεται σχισματικός ή αιρετικός» (σ. 281). 
 Θ. Αντί επιλόγου 
Όταν ξεκίνησε να γράφεται το παρόν, δεν υπήρχε καμιά πρόθεση ούτε τόση έκταση να λάβει ούτε να προβεί σε τοσαύτη χρήση του π. Επιφανίου. Απλά προέκυψε. Θα μπορούσαμε εν άκρα τολμηρότητι να το χαρακτηρίσουμε, επόμενοι τω εκείνου παραδείγματι, επιστολιμαία διατριβή (σ. 69), χωρίς φυσικά να συγγενεύει ουδ’ επ’ ελάχιστον τω περιεχομένω, τη ουσία και τη τελειότητι της μορφής εκείνης. Ας θεωρηθεί, ωστόσο, ένα είδος μνημοσύνου του ιερού αυτού ανδρός, ο οποίος και θανών μάς φωτίζει με τις θεόσοφες διδαχές του σε μέρες τόσο δυσχερείς εκκλησιολογικώς. 
Εν κατακλείδι μια διευκρίνιση, η οποία ευκαίρως ακαίρως επαναλαμβάνεται εις επήκοον πάντων: ο γράφων ούτε συμφέροντα έχει ούτε προσωποληπτεί υπέρ του Πατριάρχου ή οιουδήποτε ετέρου. Εννοείται πως ούτε εμπάθεια έχει κατά τινος, ειδικά των αποτειχισθέντων κληρικών και λαϊκών. Όλοι μια Εκκλησία είμαστε, μια οικογένεια, αυτή του Χριστού (Α’ Κορ. 10:17). Κατά καιρούς άκουσα ποικίλες φαιδρότητες, ανοησίες και φαντασιώδη συκοφαντικά φληναφήματα (έμμισθος, οικουμενιστής κ.ά.), τα οποία και αντιπαρέρχομαι, ουχί πάντοτε βεβαίως με την απαιτούμενη ταπεινότητα και νηφαλιότητα. 
Ο μακαριστός Επιφάνιος, ως ένας εκ των αρίστων ερμηνευτών της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και Πατερικής Παράδοσης, δεν κάνει κάτι παραπάνω από το αυτονόητο για έναν χριστιανό: να διατυποί και να βιώνει τον νόμο της εν διακρίσει αγάπης.Όλα τα υπόλοιπα, αν δεν εκπίπτουν στον χώρο του δαιμονισμού, άνετα θα μπορούσαν να καταχωρηθούν σε εκείνον της εκκλησιολογικής υποχονδρίας. Αλλά και τούτο δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο παρά μια αρρωστημένη κατάσταση… 
Κ.Ν. 
23/8/2013 
Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Viewing all articles
Browse latest Browse all 5529

Trending Articles