Quantcast
Channel: Ιδιωτική Οδός
Viewing all articles
Browse latest Browse all 5620

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ

$
0
0

Σαν έτοιμη από καιρό… 
(σχόλιο στην πρόσφατη επιστολή του Πειραιώς προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη) 
Σαν έτοιμη από καιρό φάνηκε η επιστολή της Mητρόπολης Πειραιώς προς το Φανάρι, σαν να συντασσόταν επί τούτου, απλώς αναμένουσα την αφορμή να σταλεί ή, επί το ακριβέστερον, να δει το φως της δημοσιότητας. Η διαπίστωση τούτη δεν ενοχοποιεί εν τη γενέσει της την πρόθεση τής εν λόγω Μητρόπολης να αφήσει, προφανώς ως μνημείο δογματικής για τους μεταγενέστερους, ένα απολογητικό στίγμα σε μέρες ιστορικής «προδοσίας» της Ορθοδοξίας από τη λαίλαπα του Οικουμενισμού. Το πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζεται στο ύφος και στο περιεχόμενό της, όπως και γενικότερα στο περιρρέον πλαίσιο της αποστολής της, στον τρόπο, στον στόχο και στο πρόσωπο του αποδέκτη της. 
Πλούσια σε τροφή για σχολιασμό η επισκοπική ανακοίνωση δεν μπορεί από την ίδια της τη φύση να μάς αφήσει ασυγκίνητους πάνω σε ουσιώδη σημεία της, τα οποία δεν μπορεί κάποιος να τα «διαβάσει» αβρόχοις ποσί. Oι όποιες παρατηρήσεις θα ακολουθήσουν θα πραγματωθούν σε πλαίσιο νηφαλιότητας και αντικειμενικότητας, με στόχο την οικοδόμηση και τη συμβολή στις διεξαγόμενες εκκλησιολογικές και θεολογικές ζυμώσεις. 
Προκαταβολικά θα λέγαμε ότι το κείμενο της Μητρόπολης Πειραιώς βρίθει αντιφάσεων, μάλλον ακουσίων, κυρίως σε υφολογικό επίπεδο.Από τη μια, δηλαδή, προσπαθεί να είναι ευγενικό και σεβαστικό προς τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας και απ’ την άλλη, παράλληλα, με κομψό πλην ευδιάκριτο τρόπο, τον απαξιοί και τον καταγγέλλει. Μετά την ενδεικτική αυτή επισήμανση μπορούμε να ξεκινήσουμε με την αρχική του πρόταση να συγκληθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος για την καταδίκη του Οικουμενισμού και ευθύς αμέσως εγκαλείται επί ταύτη ακριβώς τη αιρέσει ο Βαρθολομαίος: «Εἶναι πασιφανές, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ὁμιλίες, πού ἐκφώνησε ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης στό Μιλάνο, ὅτι διδάσκετε καινοφανῆ, πρωτοφανῆ καί οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία». Η τακτική αυτή κίνηση, πέραν του δομικού της εσφαλμένου χαρακτήρος, ενέχει και δυο ακόμα επιλήψιμα στοιχεία: αφενός προκαταλαμβάνει την κρίση μας για τον Πατριάρχη με τη συνθηματική τούτη φράση και αφετέρου παραλείπει την πλέον ουσιαστική πρόταση, να οριστεί δηλαδή στην επιγενόμενη Μείζονα Σύνοδο η συγκεχυμένη έννοια και πρακτική του Οικουμενισμού. 
To πρώτο βασικό επιχείρημα είναι η απόδοση εκκλησιαστικότητας στους αιρετικούς και τις συναγωγές τους μέσα από τις εκκλησιαστικές προσφωνήσεις του Πατριάρχη. Η απάντηση δίνεται εδώ πολύ εύκολα μέσα από την πατερική γραμματεία, όπου σε ικανότατα σημεία βλέπουμε εν τω διαλόγω των Αγίων με αιρετικούς και αλλοθρήσκους να χρησιμοποιούνται «σκανδαλιστικές» προσφωνήσεις που σίγουρα θα ξένιζαν σύγχρονους και παλιούς «αντιοικουμενιστές». Για του λόγου το αληθές και για ανεύρεση αρκετών τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων παραπέμπω στο γνωστό βιβλίο του π. Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου «Τα δύο άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός» (εκδ. Ι. Ησυχ. Κεχαριτωμένης Τροιζήνος, 3η εκδ., 2008), όπως για παράδειγμα η προσφώνηση του αγίου Κυρίλλου προς τον αιρεσιάρχη Νεστόριο «η ση ευλάβεια και η ση θεοσέβεια» (σ. 147)! Θα έλεγα πως τον συνδυασμό της «χριστιανικής ευγένειας» αυτής του Πατριάρχη και των λοιπών Ορθοδόξων εκκλησιαστικών ταγών στους σύγχρονους διαλόγους με την ταυτόχρονη συνετή και διακριτική διαφύλαξη των ορίων της ορθοδοξίας και ορθοπραξίας δίνει η ίδια η επισκοπική ανακοίνωση μόνη της λίγο πιο κάτω: «Ταπεινῶς ἐρωτῶμεν, Παναγιώτατε Δέσποτα : Διατί, ἐνῷ ἀποδίδετε τίτλους ἐκκλησιαστικότητος στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς, δέν προβαίνετε στήν μαζί τους διαμυστηριακή κοινωνία»;
Πριν πάω παρακάτω, δυο ακόμα σχόλια: ποιος ο λόγος να σταλεί στον Οικουμενικό Πατριάρχη ένα πανεπιστημιακό εγχειρίδιο δογματικής με τις αιρετικές θέσεις των Καθολικών και των Διαμαρτυρόμενων; Επίσης, βεβιασμένες συλλογιστικές, ως οι προηγούμενες, οδηγούσες σε τραβηγμένα συμπεράσματα του τύπου «Ὡς φυσικός ἀπότοκος τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς «Ἐκκλησιῶν» ἐκ μέρους Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἀκολουθεῖ ἡ ἀναγνώριση ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος, τῆς ἱερωσύνης καί τῶν μυστηρίων τους» δεν οδηγούν παρά μόνο σε διατάραξη των σχέσεων με τον Πατριάρχη και τορπιλισμό και του όποιου ίχνους καλής θέλησης θα έβρισκε κάποιος στην επιστολή του Πειραιώς. 
«Ἔχουν δοθεῖ τέτοιες διαστάσεις καί τόση σημασία στίς ἑορταστικές αὐτές ἐκδηλώσεις, ὥστε μεγεθυντικά πολλοί πιστεύουν ὅτι δέν ἀποκλείεται, κατά τή συνάντηση αὐτή τοῦ πάπα μέ τούς ὀρθοδόξους πατριάρχας καί προκαθημένους νά προχωρήσετε καί σέ κοινό ποτήριο»: πώς μπορεί να το σχολιάσει κάποιος αυτό; Με υποθέσεις θα μιλάμε ή, εφόσον υπάρχουν στοιχεία, θα έπρεπε να κατατεθούν; Μια επισκοπική ανακοίνωση, απευθυνόμενη στον Πατριάρχη μάλιστα, εξάπαντος θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτική. 
Ακολουθεί μια ακόμη περίεργη συλλογιστική,ότι δηλαδή ο Πάπας θα έπρεπε να αποβάλει πρώτιστα τις κακοδοξίες του, πριν συμμετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις, ειδάλλως αυτό θα αποτελεί νόθευση του πνεύματος του διατάγματος των Μεδιολάνων και προβολή του Οικουμενισμού και του παπικού πρωτείου. Μάλιστα, η σύνδεση αυτών των θέσεων με την ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά και τις ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις δεν μου βγάζουν από τον νου ότι οι συντάκτες του κειμένου (προφανώς όχι ο ίδιος ο Πειραιώς) με σχεδόν ψυχαναγκαστικό τρόπο προσπάθησαν να χωρέσουν σε αυτό όλη τη σχετική αντιρρητική και αντιαιρετική βιβλιογραφία που είχαν ανά χείρας, ασχέτως της συμβατότητας αυτής με το επιθυμητό αποτέλεσμα! 
Για το θέμα της ιστορικής ερμηνείας της Αλώσεως και εν γένει της λεπτής σύνδεσης ιστορίας και θεοδικίας κατά τη σχετική ερμηνευτική διαδικασία, δεν έχω να προσθέσω κάτι παραπάνω από όσα εύστοχα ήδη σχολίασε ο π. Γεώργιος Τσέτσης σε πρόσφατο άρθρο του. θα ήθελα μονάχα να συμπληρώσω ότι στην εποχή της μετανεωτερικότητας θα πρέπει να είναι πολύ προσεχτικός ο εκφερόμενος θεολογικός λόγος, ώστε να μη δίνει εύκολα αφορμές απαξίωσής του και αμφισβήτησης του κύρους της Εκκλησίας. Το σχόλιό μου αυτό δεν σημαίνει πως απορρίπτω την επέμβαση του Θεού στην ιστορία μέσα από την παραχώρηση δυσμενών γεγονότων ως καρπό και συνέπεια της ανθρώπινης αμαρτωλότητας. 
Και συνεχίζουμε με ένα θεολογικό ατόπημα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα της μακροσκελέστατης επιστολής, το λείψανο του αγίου Αμβροσίου έπαψε να είναι χαριτόβρυτο, επειδή βρίσκεται στα χέρια αιρετικών: «Δέν γνωρίζετε, ὅμως, ὅτι ὁ Θεός ἦρε τήν Χάριν Του ἀπό τά λείψανα πού κατέχουν οἱ Παπικοί, ἀπό τή στιγμή πού ἔγιναν αἱρετικοί… Ἐφ’ὅσον οἱ Παπικοί πιστεύουν σέ κτιστή Χάρι καί ὄχι σε ἄκτιστη, ποιός καί πῶς, λοιπόν, θά ἐξαγιάσει καί θά θεώσει τον ἄνθρωπο, καί πῶς τά ἅγια λείψανα θά μυροβλύζουν καί θά ἔχουν Χάρι; Ἑπομένως τά λείψανα, πού κατέχουν οἱ Παπικοί, εἶναι ἀχαρίτωτα, ἄμοιρα ἀκτίστου θείας Χάριτος καί παραμένουν ἀνενέργητα». Δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε το θέμα. Απλά να σημειώσουμε ότι δεν είναι σε θέση κανείς να σχολιάσει πότε, πού και πώς ενεργεί η ελευθερία της θείας Χάριτος ούτε να τη δεσμεύσει με ανθρώπινες σκέψεις, έστω και ευλογοφανείς. Να πω ακόμα ότι η θέση αυτή του συγγραφέα προσκρούει σαφώς σε θαύματα λειψάνων Αγίων και ιερών εικόνων ακόμα και σε αλλόθρησκους (πόσα θαύματα έκανε ο άγιος Γεώργιος για παράδειγμα στους μουσουλμάνους). Πρέπει, τέλος, να διαχωριστεί η θέση αυτή από την αμέσως επόμενη παρατήρηση για την επανάπαυση των Αγίων σε αιρετικό περιβάλλον. Έτερον εκάτερον. Άλλο αν ενεργεί η Χάρις και άλλο αν αναπαύεται. Το να εγκαλείς, λοιπόν, τον Πατριάρχη για την προσκύνηση ενός αγίου λειψάνου όχι απλά δεν χρειάζεται σχολιασμό, αλλά αφήνει εκκρεμές και χρήζον απάντησης το εξής ερώτημα: οι Ορθόδοξοι που επισκέπτονται αλλόδοξες επικράτειες αμαρτάνουν προσκυνούντες λείψανα Ορθοδόξων Αγίων στα μέρη εκείνα; 
Η διαφωνία, έπειτα, με τον Πατριάρχη για το αν προστάτης της Ευρώπης είναι ο απόστολος Παύλος ή οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, ομολογώ ότι με αφήνει έκπληκτοκαι δεν μπορώ να κατανοήσω τον λόγο της παράθεσής της. Μάλιστα με προβληματίζει για την πραγμάτωση του δέοντος ελέγχου της επιστολής πριν από την αποστολή της στο Πατριαρχείο. Ο σεβασμός στον Οικουμενικό Θρόνο πρέπει να γίνεται έργοις περισσότερο και όχι λόγοις, όπως στην αρχή της επιστολής αυτής σπεύδει πολλαπλώς να τον επιβεβαιώσει ο συντάκτης της. 
Με λύπη, επομένως, αρχίζουμε να παρατηρούμε ότι πέφτει σοβαρά το επίπεδο και σε άλλα σημεία, όπως στο «λάθος» του Πατριάρχη ως προς την απόδοση του αναστάσιμου χαιρετισμού στον άγιο Κοσμά ή στον άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για το αν πρέπει να λέμε καλημέρα ή καλησπέρα σε έναν αιρετικό ή αν το πιο ορθόδοξο είναι να τον χαιρετάμε στη νοηματική, προκειμένου να μην αμαρτήσουμε στην ημετέρα ερμηνεία της ιωάννειας φράσης (Β΄ Ἰω. 10-11). Ακολουθεί επίσης «μάθημα» στον Πατριάρχη για τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της Ορθοδοξίας. Θλιβερά πράγματα… 
Ούτε λίγο ούτε πολύ έπεται μια πρόταση στο Πατριαρχείο για τη διακοπή των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγωνως a priori ατελέσφορων και επικίνδυνων, εφόσον «ἡ ἄποψη, πού κυριαρχεῖ, περί εἰρηνικῆς συνυπάρξεως τῶν θρησκειῶν εἶναι ἐσφαλμένη. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει παύση τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου και κατάργηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς τῆς μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει συνεργασία τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας πρός ἀποφυγή ἰδεολογικῶν συγκρούσεων μέ τά ὄργανα τοῦ σκότους, πού ἀπομειώνουν το Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ ἐνσαρκωθέντος μόνου Σωτῆρος. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει ἁρμονική συνύπαρξη τῆς ἀληθείας μέ τήν πλάνη». Λαμβάνει επίσης αφορμή εν προκειμένω ο συντάκτης να κάνει μια περιληπτική ανασκόπηση της σύγχρονης σύγκρουσης οικουμενιστών και αντιοικουμενιστών και να θέσει εκ νέου χρονίζοντα προβλήματα, σαφώς άσχετα με εκείνο των πρόσφατων «οικουμενιστικών» ολισθημάτων του Πατριάρχη. 
H υπονομευτική τακτική κατά του Οικουμενικού συνεχίζεται σε μια άνευ αγιοπνευματικής λογικής άστοχη, το προφανές, πορεία. Π.χ. η φιλολογικού χαρακτήρα διόρθωση του υποτιθέμενου γλωσσικού πατριαρχικού βαρβαρισμού, χωρίς να ληφθεί υπόψη και να σχολιαστεί η μεταφορική χρήση του εν λόγω ρήματος και η τοποθέτησή του εντός εισαγωγικών. Λίγο παρακάτω βλέπουμε, βέβαια, να καθίσταται σαφές ότι η χρήση του γραμματικού τούτου παιχνιδίσματος ήταν μάλλον η αφορμή για την παράθεση της οπτασίας του Μ. Αντωνίου κατά των αιρετικών της εποχής του, ωστόσο η γεύση ενός προοδευτικού υποσκάπτειν του πατριαρχικού κύρους παραμένει και γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή. 
Η επιχειρούμενη στη συνέχεια προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας του Πνεύματος σε μη ορθοδόξους μάλλον φαίνεται να πετυχαίνει τα αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα από την πρόθεση του συντάκτη. Η παράθεση χωρίων με στόχο την πρόληψη μιας άλλης ερμηνείας από αυτήν που υφίσταται σε αυτά και την οποία θα επιθυμούσε ο συντάξας την επιστολή, τωόντι δεν πείθει για την απουσία της Χάριτος από τον κάθε μη ορθοδόξως πιστεύοντα. Την αντικείμενη στην προηγούμενη θέση, στην οποία ακριβώς φαίνεται να ερείδεται η Εκκλησία κατά την ιεραποστολική της δράση και τη διεξαγωγή διαλόγων για την ένωση των εκκλησιών, εκφράζει άριστα ο γέρων Σωφρόνιος: «ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος. Αυτός ο ίδιος αναζητεί ταπεινά και υπομονετικά κάθε άνθρωπο σ’ όλους τους δρόμους του. Γι’ αυτό μπορεί καθένας να γνωρίσει σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το μέτρο τον Θεό όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία, αλλά κι έξω απ’ αυτήν, αν και δεν είναι δυνατή η τέλεια επίγνωση του Θεού χωρίς τον Χριστό ή έξω από τον Χριστό» (γερ. Σωφρονίου, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. 1988, σ. 216). 
Τα βήματα αυτά της προσέγγισης προς τους αλλοδόξους, τα οποία κάνει η Εκκλησία (Χριστός), πολλές φορές μπορεί να υπερβαίνουν τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες μας και να «σκανδαλίζουν». Ας μη γινόμαστε, όμως, «φθονεροί» έναντι της ετερότητας μέσα στην αυτάρκεια της ορθοδοξίας μας. Τούτο, βέβαια, που αναφέρω εδώ δεν σημαίνει ότι μπορεί κανείς να αυθαιρετεί και να αυτοσχεδιάζει κατά το δοκούν. Στο σημείο αυτό έρχομαι να συμφωνήσω με την τελική πρόταση του κειμένου για την ανάγκη σύγκλησης Πανορθόδοξης Συνόδου. 
Μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της επιστολής – νέας ομολογίας πίστεως κατά του Οικουμενισμού, του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, προκύπτει αβίαστα η απορία πολλών για ποιον λόγο να σταλεί αυτό το πανεπιστημιακού χαρακτήρα δογματικό εγχειρίδιο στον Πατριάρχη σε επιστολιμαία μορφή,τον και Πρώτο Διδάσκαλο των Ορθοδόξων ανά την οικουμένη, και να μην εκδοθεί ως αντιαιρετική ανακοίνωση στο ποίμνιο της τοπικής Εκκλησίας προς ενημέρωση και πνευματική προστασία του. Η προκύψασα απομείωση του Πατριαρχικού Θρόνου, όσο και αν δεν ήταν στις προθέσεις του Πειραιώς, δεν φαίνεται να απεφεύχθη. Ο γράφων επιφυλάσσεται επίσης και για την πλεονάζουσα πιθανότητα να υπέγραψε ο Μητροπολίτης ένα κείμενο άλλου συντάκτη, το οποίο ωστόσο, ως απεδείχθη, είχε ουκ ολίγα μελανά σημεία. 
Σε μέρες που οι φωνές αποτείχισης πληθαίνουν επικίνδυνα, σίγουρα χρειαζόμαστε έναν πιο νηφάλιο λόγο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν εκφέρεται επίσημα από επισκοπικά χείλη, όπως εν προκειμένω. Η Εκκλησία δεν είναι εύκολο να πλανηθεί και καλό είναι να την εμπιστευόμαστε περισσότερο. Αναφέρομαι στην επίσημη Εκκλησία, στους Επισκόπους, στο Συνοδικό σύστημα. Αν ο γέρων Πορφύριος προτείνει να τους εμπιστευθούμε και να τους κάνουμε υπακοή στα δύσκολα χρόνια του Αντιχρίστου, πόσο περισσότερο αυτό ισχύει στις μέρες μας; Ουσιαστικά η εμπιστοσύνη μας αναφέρεται στον πηδαλιούχο της Εκκλησίας, στον ίδιο τον Χριστό. Ποτέ αυτός δεν θα επιτρέψει μια ψεύτικη ένωση. Θα μας προστατέψει. Έστω και με έναν ή δυο νέους Μάρκους Ευγενικούς. Ας μην προτρέχουμε, ωστόσο. Θεωρώ ότι, αν εμφανισθούν εκείνες οι περιστάσεις που θα καλούν σε αγώνα για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της ορθόδοξης πίστης, κανείς από όσους αγαπούν και πιστεύουν στην Ορθοδοξία δεν θα μείνει απαθής και άπραγος. Στώμεν καλώς, επομένως, άχρι καιρού. 
κ.ν. 
Λάρισα 
24/7/2013

Viewing all articles
Browse latest Browse all 5620

Trending Articles